Η βίαιη
αναδιάρθρωση του ελληνικού καπιταλισμού που επιχειρείται από τον περασμένο Μάιο
με την υπογραφή του Μνημονίου και της Δανειακής Σύμβασης του Ελληνικού Δημοσίου
από την κυβέρνηση Παπανδρέου είναι μια διαδικασία που δεν περιορίζεται μόνο στο
οικονομικό επίπεδο αλλά αφορά το σύνολο του κοινωνικού σχηματισμού. Η
αναδιάρθρωση αυτή αφορά και την εκπαιδευτική πολιτική. Την αφορά με την έννοια
ότι δεν αλλάζει το νεοφιλελεύθερο και νεοσυντηρητικό προσανατολισμό της , αλλά
ότι αναβαθμίζει τα πιο αντιδραστικά και αντικοινωνικά χαρακτηριστικά αυτής της
πολιτικής και δημιουργεί καινούργιες προϋποθέσεις για την εφαρμογή της.
Η υπογραφή του Μνημονίου ανοίγει ένα κεφάλαιο βαθιάς οπισθοδρόμησης και
ακραίου αναχρονισμού και για την ίδια την εκπαίδευση και κυρίως για τη
μορφωτική προοπτική των λαϊκών στρωμάτων. Βασική πλευρά της επιχειρούμενης
αναδιάρθρωσης είναι η ανοιχτή αμφισβήτηση του δημόσιου χαρακτήρα της
εκπαίδευσης και η προσπάθεια άμεσης εμπορευματοποίησής της με την ένταξή της
στις διαδικασίες της καπιταλιστικής αγοράς. Η αναδιάρθρωση προσπαθεί να δώσει
με καλυτέρους όρους τη μάχη του νεοφιλελευθέρου μετασχηματισμού της
φυσιογνωμίας του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος , όρους που της εξασφαλίζει
η ίδια η υπαγωγή της χώρας στο καθεστώς του Μνημονίου και η εφαρμογή της
λεγόμενης «θεραπείας – σοκ».
Η εφαρμογή των τεχνικών του σοκ έχει εφαρμοστεί σε παγκόσμια
κλίμακα για την επιβολή των νεοφιλελευθέρων πολιτικών και των δογμάτων
της αγοράς ως μια αποτελεσματική τακτική για την εφαρμογή αυτών των πολιτικών
και την παράκαμψη των αντιστάσεων που συνήθως τις συνοδεύουν. Η τεχνική της
θεραπείας - σοκ στοχεύει στην πρόκληση συλλογικής σύγχυσης και παράλυσης
σε κοινωνικές τάξεις ή σε ολόκληρες κοινωνίες προκειμένου αυτές να
εξαναγκαστούν ν΄ αποδεχτούν επιλογές που σε κανονικές συνθήκες θα είχαν
αντισταθεί σθεναρά στην εφαρμογή τους. Η ανάπτυξη των τεχνικών του φόβου
υπήρξε αναπόσπαστο στοιχείο της εφαρμογής των νεοφιλελευθέρων δογμάτων. Όπως
επισημαίνει σχετικά η N.Klein « Όπως και τα άτομα έτσι και οι κοινωνίες που
βρίσκονται σε κατάσταση –σοκ παραιτούνται συχνά από όσα θα υπερασπίζονταν
σθεναρά σε άλλες συνθήκες »[1]
Η εφαρμογή των νεοφιλελευθέρων πολιτικών με τη μορφή της θεραπείας - σοκ έχει
ως προϋπόθεση την εξουθένωση των αντιστάσεων , τη δημιουργία μια διανοητικής
σύγχυσης στο κοινωνικό σώμα ( στα μέλη των λαϊκών τάξεων) και την εξάλειψη της
ορθολογικής τους σκέψης . Τη θέση τους θα πάρει ο φόβος και η ψυχική
παλινδρόμηση θα μετατρέψουν τη συνείδηση σ΄ ένα άγραφο χαρτί πάνω στο
οποίο θα επανεγραφούν νέες αξίες και τρόποι σκέψης που θα εξασφαλίζουν τη
συναίνεση στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές ακόμα και τις πιο ακραίες –
αντικοινωνικές εκδοχές τους. Για την πρόκληση μιας τέτοιας σύγχυσης και ενός
αντίστοιχου συλλογικού κλονισμού μπορούν ν’ αξιοποιηθούν μια σειρά αρνητικές
καταστάσεις όπως οι φυσικές καταστροφές , οι πόλεμοι , η επιβολή δικτατοριών
, οι κρίσεις χρέους και οικονομικής κατάρρευσης. [2]
Μέσα σ΄ ένα κλίμα ολοκληρωτικής προπαγάνδας από κατευθυνόμενα Μ.Μ.Ε προωθείται
μια πολιτική πρωτοφανούς κοινωνικής βαρβαρότητας που είναι ταυτισμένη με τα πιο
τυχοδιωκτικά συμφέροντα των ισχυρότερων μερίδων του ελληνικού κεφαλαίου και της
διεθνούς τοκογλυφίας. Η πολιτική αυτή στηρίζεται στην προσπάθεια κατασκευής
μιας πλαστής συναίνεσης με όπλο το φόβο της ανοικτής χρεοκοπίας , τη διαρκώς
επαναλαμβανόμενη διακήρυξη ότι το Μνημόνιο ήταν μονόδρομος και ότι με τα σκληρά
μέτρα του επιτυγχάνεται η σωτηρία της πατρίδας. Είναι μια καλά επεξεργασμένη
τακτική συγκάλυψης της οικονομικής και πολιτικής πραγματικότητας που στον
πυρήνα της έχει την πολιτική αξιοποίηση του φόβου της οικονομικής κατάρρευσης
και ανοιχτής πτώχευσης , ενός φόβου που έχει στο προηγούμενο διάστημα
προβληθεί συστηματικά στο πλαίσιο μιας καλά σχεδιασμένης
προπαγάνδας κράτους και κεφαλαίου για την πολιτική εδραίωση του
Μνημονίου.
Η
τακτική αυτή εφαρμόζεται σήμερα από την κυβέρνηση Παπανδρέου , στον λυσσαλέο
ταξικό πόλεμο που διεξάγει ενάντια στον κόσμο της εργασίας σε δημόσιο και
ιδιωτικό τομέα με σκοπό το σάρωμα όλων των μεταπολεμικών κοινωνικών κατακτήσεων
και δικαιωμάτων που κατακτήθηκαν μεταπολεμικά από τους εργαζόμενους. Η κρίση
δανεισμού του ελληνικού καπιταλισμού αξιοποιείται πολιτικά κατά τέτοιο τρόπο
ώστε να εξαναγκασθούν η εργατική τάξη και τα μεσαία στρώματα ν΄ αποδεχθούν
διάλυση των κοινωνικών τους δικαιωμάτων και των εργασιακών κατακτήσεων που σε
κανονικές συνθήκες δεν θα αποδεχόντουσαν σε καμιά περίπτωση. Η επίθεση γίνεται
στο όνομα της «σωτηρίας της πατρίδας» και αποχτά χαρακτηριστικά εθνικής
σταυροφορίας. Παράλληλα οι εργασιακές κατακτήσεις και τα κοινωνικά δικαιώματα
ενοχοποιούνται συστηματικά και παρουσιάζονται ως βασική αιτία της οικονομικής
κρίσης. Και αυτά σε μια χώρα που ουσιαστικά το λεγόμενο «κράτος πρόνοιας» δε
γνώρισε παρά ισχνή ανάπτυξη. Παράλληλα καλλιεργείται η άποψη ότι για την
κρίση ευθυνόμαστε όλοι επιδιώκοντας μ΄ αυτό τη συλλογική ενοχοποίηση των
θυμάτων. Για την αποφυγή της « εθνικής καταστροφής» οι εργαζόμενοι καλούνται να
δεχθούν την υποβάθμιση του βιοτικού τους επιπέδου, την ώρα που κανένας
άλλος δεν χάνει σε τίποτα , αντίθετα το κεφαλαίο και οι διεθνής τοκογλυφία
ενισχύονται πολύπλευρα από την επιχείρηση «σωτηρίας της πατρίδας». Από τη
διάλυση του δημόσιου ασφαλιστικού συστήματος ως την κατάρτιση επιχειρησιακών
συμβάσεων εργασίας και τις μειώσεις των μισθών σε δημόσιο και ιδιωτικό
τομέα Ο εθνικός μανδύας με τον οποίο ντύνεται μια καθαρά
ταξική στρατηγική δε στοχεύει σε τίποτε άλλο παρά στο να καθηλώσει τις
κοινωνικές αντιστάσεις και να τις κάνει όσο το δυνατόν πιο αδύναμες.
Η εφαρμογή αυτών των θεραπειών δεν αφορά μόνο την οικονομία
και τις εργασιακές σχέσεις. Αποτελεί τη βασική στρατηγική οργανισμών του
κεφαλαίου όπως το Δ.Ν.Τ με την οποία επιχειρείται το πέρασμα ακραίων
νεοφιλελευθέρων μέτρων που σε συνθήκες πολιτικής και κοινωνικής ομαλότητας θα
είχαν αντιμετωπίσει θα μεγάλη κοινωνική αντίδραση και δε θα
μπορούσαν να εφαρμοστούν. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι όποτε επιχειρήθηκε η
επιβολή ανάλογων μέτρων στην ελληνική εκπαιδευτική πραγματικότητα είτε απέτυχε
η επιβολή τους (περίπτωση της αποκέντρωσης του εκπαιδευτικού συστήματος,
συνταγματική αναθεώρηση του άρθρου 16) είτε είχαμε την εφαρμογή μόνο
συγκεκριμένων πλευρών αυτής της πολιτικής.(περίπτωση του νόμου 2525/97)
Η ανατροπή της κευνσιανής ρύθμισης και στους χώρους της υγείας και της
εκπαίδευσης είναι ζωτική ανάγκη σήμερα για το κεφάλαιο. Στο πλαίσιο της κρίσης
είναι αδύνατο να γίνει αποδεκτή από το κεφάλαιο η δημόσια χρηματοδότηση
της εκπαίδευσης ακόμα και σε χαμηλά ποσοστά. Αντίθετα από τη μια επιδιώκεται
ένα φθηνό και πειθαρχημένο στους στόχους της καπιταλιστικής συσσώρευσης
εκπαιδευτικό σύστημα και από την άλλη μια σειρά λειτουργίες του ν’ αποτελέσουν
πεδία εμπορευματοποίησης. Η θεραπεία – σοκ που εφαρμόζει σήμερα το Υπουργείο
Παιδείας και γενικότερα η κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου κινείται ακριβώς σ’
αυτό το πλαίσιο.
Στο πλαίσιο επιδιώκεται η συνολική ανατροπή των αρχών λειτουργίας του
εκπαιδευτικού όπως αυτό διαμορφώθηκε μεταπολεμικά και ειδικά με τη μεταρρύθμιση
του 1964. [3]
Οι αρχές του λεγόμενου κράτους πρόνοιας στην ελληνική εκπαίδευση εντοπίζονται
για πρώτη φορά μ’ αυτή τη μεταρρύθμιση και πιο συγκεκριμένα καταργούνται : α. η
εκπαιδευτική εισφορά που καταβάλλονταν κάθε χρόνο από τους μαθητές όλων των
βαθμίδων της εκπαίδευσης για τη συνέχιση της φοίτησής τους. β. τα βιβλία
και τα σχολικά είδη αγοράζονταν κανονικά από τους μαθητές και αυτό ίσχυε και
για τις εκδόσεις του Οργανισμού Έκδοσης Σχολικών Βιβλίων. γ. η εγγραφή στην
τριτοβάθμια εκπαίδευση προϋπέθετε δίδακτρα τα οποία καταβάλλονταν για κάθε
χρόνο σπουδών ,για τις σημειώσεις και τα βιβλία των καθηγητών και για τη
συμμετοχή στις εξετάσεις (εξέταστρα). Οι φοιτητές αποκτούσαν το δικαίωμα
συμμετοχής στις εξετάσεις κάθε μαθήματος αφού πρώτα κατέβαλλαν τα εξέταστρα
στον καθηγητή. [1]
Από την περίοδο θεσμοθέτησης της μεταρρύθμισης έχουμε την εφαρμογή μιας σειράς
αρχών που αναπροσαρμόζουν τη λειτουργία του χωρίς να θίγουν τη βαθύτερη
ουσία του και τον επιλεκτικό κατανεμητικό του ρόλο στα πλαίσια του
καπιταλιστικού κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας.
Σε αντίθεση με το πιο πάνω περιοριστικό και ωμά ταξικό πλαίσιο η μεταρρύθμιση
θα κινηθεί σε μια διαφορετική κατεύθυνση : η καθιέρωση της δωρεάν παιδείας
γίνεται με την κατάργηση κάθε είδους διδάκτρων σε όλες τις βαθμίδες
της ελληνικής εκπαίδευσης , με την επέκταση του σχολικού δικτύου της
υποχρεωτικής εκπαίδευσης στην επαρχία και ειδικά σε απομακρυσμένες
αγροτικές περιοχές της χώρας , κατάργηση των εξετάσεων από το Δημοτικό
Σχολείο στο Γυμνάσιο ανοίγοντας έτσι το δρόμο για την επέκταση της υποχρεωτικής
φοίτησης από τα έξι στα εννέα χρόνια. Επέκταση επίσης του δικτύου της
τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με την ίδρυση νέων Πανεπιστημίων σε διάφορες
περιφέρειες της χώρας. Η εισηγητική έκθεση του νόμου θεωρεί βασικό στοιχείο της
δημοκρατίας την ισότιμη πρόσβαση σε όλες τις βαθμίδες του εκπαιδευτικού
συστήματος , ενώ η αδυναμία πρόσβασης στην εκπαίδευση εξαιτίας οικονομικής
αδυναμίας χαρακτηρίζεται ως η χειρότερη μορφή κοινωνικής ανισότητας.
Η επίθεση της κυβέρνησης στη δημόσια εκπαίδευση έχει αρχίσει από πέρυσι
με την ψήφιση του νόμου 3848 / 2010 που απαξιώνει τελείως τα εργασιακά
δικαιώματα των αναπληρωτών εκπαιδευτικών και εισάγει το θεσμό του μέντορα για
τους νεοδιόριστους. Θα συνεχιστεί με πιο εντατικούς ρυθμούς στη φετινή χρονιά
με την πρωτοφανή για τα χαμηλά της όρια υποχρηματοδότηση του εκπαιδευτικού
συστήματος (2,75 % Α.Ε.Π) , με την κατάργηση του Οργανισμού Έκδοσης Διδακτικών
Βιβλίων και κορυφώνεται με τις συγχωνεύσεις σχολείων , το νέο Λύκειο και
το νομοσχέδιο για το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής και τα πειραματικά
σχολεία.
Α. Οι συγχωνεύσεις έρχονται να δημιουργήσουν το φθηνό σχολείο και να
υποβαθμίσουν την εκπαιδευτική διαδικασία στις πιο κρίσιμες και ευαίσθητες
πλευρές της. Αποτελούν την πιο χαρακτηριστική εφαρμογή της λογικής του
Μνημονίου στην εκπαίδευση. Από τις 16.000 σχολικές μονάδες που υπάρχουν σε όλη
την Ελλάδα συγχωνεύτηκαν 1933 και κατέληξαν σε 877 νέα σχολεία. Κλείνουν έτσι
1056 σχολεία και αυτό είναι η αρχή , αφού για του χρόνου η ηγεσία του
Υπουργείου Παιδείας αναγγέλλει νέο κύκλο συγχωνεύσεων. Από τα 1933 συγχωνευμένα
σχολεία τα 1523 αφορούν την πρωτοβάθμια εκπαίδευση και τα 410 τη δευτεροβάθμια.
Μειώνονται κατά 2000 ίσως και περισσότερο οι οργανικές θέσεις στην εκπαίδευση.
Όλα αυτά έχουν σοβαρές παιδαγωγικές και κοινωνικές συνέπειες μόνο σε αρνητική
κατεύθυνση.
1.Δημιουργούνται πολυπληθή σχολεία από άποψη μαθητικού δυναμικού με
λιγότερο εκπαιδευτικό προσωπικό. Αποτέλεσμα είναι η δημιουργία ενός απρόσωπου
παιδαγωγικού περιβάλλοντος με μειωμένη ή εντελώς αδύνατη δυνατότητα πραγματικής
επικοινωνίας ανάμεσα στον εκπαιδευτικό και τον μαθητή και ανάμεσα στον
εκπαιδευτικό και τον γονιό. Τα πολυπληθή σχολεία έχουν αποδειχθεί εστίες
μαθητικής παραβατικότητας , ειδικά αυτά των μεγάλων αστικών κέντρων.
2. Την παραπέρα χειροτέρευση των όρων εργασίας των εκπαιδευτικών σε
πολλά επίπεδα. Από την υποβαθμισμένη καθημερινότητα μέσα σε κτίρια που
ουσιαστικά στοιβάζονται ανθρώπινες ψυχές , οι δικές τους και των παιδιών μέχρι
την αναγκαστική μετακίνησή τους σε άλλα σχολεία του ίδιου ή διαφορετικού νομού
με αποτέλεσμα την αναστάτωση της προσωπικής και οικογενειακής τους ζωής. Την
παραπέρα μείωση των διορισμών στην εκπαίδευση και την καταδίκη σε χρόνια
ανεργία των πτυχιούχων ειδικά των Παιδαγωγικών Τμημάτων που η επαγγελματική
απορρόφηση ήταν σχετικά εύκολη.
3. Τη χειροτέρευση της πρόσβασης στο σχολείο και για το μαθητή της
επαρχίας και για το μαθητή των μεγάλων αστικών κέντρων. Τα μέχρι και δέκα
χιλιόμετρα που θα πρέπει να διανύσει ο μαθητής δυο φορές καθημερινά θα πρέπει
να συσχετισθούν με τις κυκλοφοριακές συνθήκες των μεγάλων αστικών κέντρων
και με τις συνθήκες του οδικού δικτύου της επαρχίας, ειδικά κατά τη χειμερινή
περίοδο. Έτσι οι μαθητές θα υποβάλλονται καθημερινά σε μια διπλή κόλαση. Οι
μετακινήσεις θα παρουσιάσουν στην πορεία και άλλα προβλήματα καθώς
ανατίθενται στου Καλλικρατικούς Δήμους, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι
υπερχρεωμένοι και ξεκινούν τη νέα πορεία τους με σημαντική μείωση των
δαπανών τους. Είναι αμφίβολο αν οι περισσότεροι απ’ αυτούς θα μπορέσουν ν’
ανταποκριθούν σε πολυδάπανες καθημερινές μετακινήσεις μαθητών. Το πράγμα οδηγεί
σε ανταποδοτικούς φόρους από την πλευρά των δήμων ή σε φορολόγηση των ίδιων των
γονέων για τη μεταφορά των παιδιών τους. Η δυσκολία της πρόσβασης στο σχολείο
έχει αναγνωριστεί από την κοινωνιολογική εκπαιδευτική έρευνα ως σοβαρή
αιτία σχολικής διαρροής.
Β. Τη θεσμοθέτηση του Καλλικράτη στην τοπική αυτοδιοίκηση
που έχει σοβαρές συνέπειες στη λειτουργία και την προοπτική της δημόσιας
εκπαίδευσης. Ο Καλλικράτης έχει να κάνει με την οριστική διάλυση και των
τελευταίων υπολειμμάτων του κράτους πρόνοιας και την απαλλαγή του κεντρικού
κράτους από την ευθύνη χρηματοδότησης της δημόσιας υγείας και παιδείας. Βασικός
του στόχος είναι η μετακύλιση του κόστους λειτουργίας στους ίδιους τους
εργαζόμενους , μέσω της Τοπικής Αυτοδιοίκησης μέ ανταποδοτικούς φόρους και την
εισβολή ιδιωτών στην εκπαιδευτική διαδικασία. Το κεντρικό κράτος κρατάει για
λογαριασμό του τον επιτελικό σχεδιασμό της εκπαίδευσης, σχεδιάζοντας τους
βασικούς στόχους και προσανατολισμούς της και από την άλλη αφήνει τη
λειτουργία της στις τοπικές αγορές και μετακυλύει το κόστος λειτουργίας της
στους ίδιους τους εργαζόμενους. Διασπά τον ενιαίο χαρακτήρα της μόρφωσης με την
αποκέντρωση του αναλυτικού προγράμματος και τη διδασκαλία γνωστικών
αντικειμένων που είναι προσαρμοσμένα στις ανάγκες των τοπικών οικονομιών και τα
οποία προκρίνουν τη δεξιότητα απέναντι στη γενική γνώση. Η ψαλίδα της
κοινωνικής ανισότητας στην εκπαίδευση ανοίγει και με γεωγραφικούς όρους , καθώς
πολλά σχολεία ειδικά αγροτικών περιοχών οδηγούνται σε μαρασμό και στο κλείσιμο
από την αδυναμία εξεύρεσης οικονομικών πόρων για τη λειτουργία τους. Δεν είναι
τυχαίο ότι μετά την εφαρμογή της Καλλικρατικής μεταρρύθμισης τα προβλήματα
οικονομικής ασφυξίας των σχολείων αυξάνονται. Σ΄ αυτά οδήγησε η περικοπή των
επιχορηγήσεων των σχολικών επιτροπών κατά 40% και στρώνεται ο δρόμος για
την εισαγωγή ιδιωτών στην εκπαιδευτική
διαδικασία.
Γ. Το νέο σύστημα εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση
προωθεί σκληρή τη ταξική επιλογή και έχει ως στόχο ν΄ αποκόψει τη
δυνατότητα των παιδιών των λαϊκών στρωμάτων για πρόσβαση στην ανώτατη
εκπαίδευση. Η θεσμοθέτηση εξετάσεων στο Α’ έτος των πανεπιστημιακών σπουδών θα
λειτουργήσει ως φίλτρο ακραίας ταξικής επιλογής και επέκτασης της παραπαιδείας
και μέσα στο πανεπιστήμιο. Η κατάργηση του συστήματος της συγκεκριμένης ύλης
ευνοεί τους μαθητές των προνομιούχων κοινωνικών στρωμάτων που μπορούν να
προετοιμάζονται πάνω από τον μέσο όρο των μαθητών. Η καθιέρωση εργασιών projects προϋποθέτει την ύπαρξη
οργανωμένων βιβλιοθηκών και πολύπλευρη έρευνα που δεν έχουν τη δυνατότητα όλοι
οι μαθητές. Επιπλέον με τη δυσκολία της ύλης στις άλλες βαθμίδες του
εκπαιδευτικού συστήματος επιδιώκεται το φιλτράρισμα του μαθητικού πληθυσμού από
νωρίς και γίνεται προσπάθεια στροφής του μαθητικού πληθυσμού στην
τεχνικοεπαγγελματική εκπαίδευση. Αυτό είναι παλιό και ανεκπλήρωτο όνειρο της
αστικής τάξης της χώρας , που επιχειρήθηκε η πραγματοποίησή του με τη
μεταρρύθμιση του 1976 , το Ενιαίο Πολυκλαδικό Λύκειο της δεκαετίας του ‘ 80 και
την αντιδραστική μεταρρύθμιση του Αρσένη το 1997.
Υπερεξουσίες των Διευθυντών – αλλαγές στη διοικητική δομή της εκπαίδευσης. Οι διευθυντές εξοπλίζονται με
υπερεξουσίες και παράλληλα αλλάζει ο ρόλος τους συνολικά. Από
εκπαιδευτικοί μετατρέπονται σε διοικητικά στελέχη και οικονομικοί μάνατζερ που θα
προσπαθούν να εξασφαλίσουν τη σύνδεση του σχολείου τους με την τοπική οικονομία
και τις επιχειρήσεις. Μ’ αυτό τον τρόπο θα καταφέρνουν την επιβίωση του
σχολείου τους , αφού η δημόσια χρηματοδότηση γίνεται όλο και λιγότερη. Έτσι η
ιδιωτική χορηγεία , τα ανταποδοτικά τέλη , η φορολόγηση των δημοτών μαζί με την
εισαγωγή ιδιωτών στη λειτουργία των σχολείων και τη μετατροπή τους σε χώρους
κατανάλωσης διαφημίσεων θα έρχονται ως τα «σωτήρια» μέσα για την
οικονομική επιβίωση των σχολείων. Από την άλλη οι διευθυντές γίνονται
παιδαγωγικοί επόπτες του έργου των εκπαιδευτικών , την ώρα που οι ίδιοι
αποκόπτονται εντελώς από την εκπαιδευτική διαδικασία (δεν κάνουν ούτε μία
διδακτική ώρα μάθημα) αποχτούν πειθαρχικές αρμοδιότητες και δικαιώματα
αξιολόγησης. Ο σύλλογος διδασκόντων απαξιώνεται εντελώς και χάνει όποια
αποφασιστική αρμοδιότητα είχε μέχρι σήμερα. Η απαξίωση του συλλόγου διδασκόντων
είναι απαξίωση του εκπαιδευτικού της πράξης και της δημοκρατικής λειτουργίας
του σχολείου. Δημιουργείται μια μονοπρόσωπη , αυταρχική και αντιδημοκρατική
διοίκηση , η οποία έχει ως βασικούς στόχους τη χειραγώγηση των εκπαιδευτικών
και τον προσανατολισμό του σχολείου στις απαιτήσεις της αγοράς.
Τα πρότυπα – πειραματικά σχολεία εκτός από ελιτίστικες και ταξικές μορφές
εκπαίδευσης , αποτελούν κοινωνική πρόκληση μπροστά στην οικονομική ένδεια της μεγάλης
πλειοψηφίας της δημόσιας εκπαίδευσης. Πρόκειται για σχολεία που θα φιλοξενήσουν
τους γόνους της αστικής τάξης , οι οποίοι δεν θα στερηθούν το δικαίωμα στη
μόρφωση εξαιτίας της διάλυσης της δημόσιας εκπαίδευσης , όπως θα το στερηθούν
τα παιδιά των λαϊκών στρωμάτων. Παράλληλα αποτελούν πρότυπα σχολεία προώθησης
των αρχών του νεοφιλελευθερισμού στην εκπαίδευση. Στη λειτουργία τους κυριαρχεί
η ιδιωτικοποίηση – επιχειρηματικοποίηση. Το Διοικητικό Συμβούλιο και ο
Διευθυντής αυτών των σχολείων λειτουργούν ως μάνατζερ και η ιδιωτική
χρηματοδότηση εισάγεται κανονικά ως τρόπος χρηματοδότησης του σχολείου. «Τα
Π.Π.Σ χρηματοδοτούνται … β) από δωρεές , χορηγίες , κληρονομίες , κληροδοσίες,
και άλλες παροχές τρίτων, καθώς και επιχορηγήσεις από άλλες πηγές…»
(αρ.38. παρ. β) Το εκπαιδευτικό προσωπικό επιλέγεται με διαδικασίες
αξιολόγησης ώστε να ελέγχεται από την αρχική φάση της εισόδου του η προσήλωσή
του στην κυρίαρχη ιδεολογία και την κρατική εκπαιδευτική πολιτική και στη
συνέχεια η αξιολόγηση το ακολουθεί στον εργασιακό του βίο στο σχολείο
προκειμένου να εξασφαλίζεται η εργασιακή του πειθάρχηση. Επίσης καταργείται η
αρχή της τοπικότητας στην εγγραφή των μαθητών στο σχολείο. «Η επιλογή
των μαθητών στα Π.Π.Σ , σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου , γίνεται
ανεξάρτητα από τον τρόπο διαμονής τους» (αρθρ. 44. παρ. 9) Έτσι από τα
δημόσια σχολεία μπορεί να διαρρέει μαθητικό δυναμικό, ανοίγοντας το
νεοφιλελεύθερο δρόμο του διαχωρισμού των σχολείων σε καλά και κακά.
Η προσπάθεια διάλυσης της δημόσιας εκπαίδευσης γίνεται
σ’ ένα γενικότερο περιβάλλον ιστορικής επίθεσης του κεφαλαίου στα δικαιώματα
και τις κοινωνικές κατακτήσεις του κόσμου της εργασίας που έχουν κερδηθεί
με το αίμα και τους αγώνες ενός αιώνα. Όχι μόνο συμβαδίζει μ’ αυτή την ιστορική
τάση αλλά και αποτελεί προϋπόθεση για τον σημερινό αγώνα του κεφαλαίου να
επιτύχει έξοδο από την κρίση του συστήματος με τη συντριβή της εργασίας ,
μειώνοντας την αξία της εργατικής δύναμης κάτω από το κόστος αναπαραγωγής της.
Σ΄ αυτό το πλαίσιο δεν νοούνται κοινωνικά δικαιώματα , κατακτήσεις και
δημοκρατικές ελευθερίες στο χώρο εργασίας.
Στόχος είναι ένα σχολείο απόλυτα πειθαρχημένο στις σημερινές
απαιτήσεις του κεφαλαίου , φθηνό ως προς το κόστος λειτουργίας του και έντονα
ταξικό – επιλεκτικό για τον μαθητικό πληθυσμό και τη μορφωτική του εξέλιξη. Σ΄
αυτό το σχολείο κυριαρχεί η αποσπασματική γνώση της πραγματικότητας, η
κατακερματισμένη αντίληψη του κόσμου απέναντι στη συνολική γνώση του φυσικού
και κοινωνικού κόσμου , κυριαρχεί η εμπορευματοποίηση της εκπαιδευτικής
διαδικασίας και της ίδιας της γνώσης. Η εκπαίδευση αυτού του είδους έχει
περιγραφεί ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ‘90 σε σχέδια οργανισμών του
κεφαλαίου (Ευρωπαϊκή Ένωση , Ο.Ο.Σ.Α) και δεν αποτελεί τίποτα περισσότερο
από μια προσπάθεια άμεσης προσαρμογής στις απαιτήσεις της καπιταλιστικής
διεθνοποίησης. Όσο και αν οι υποστηρικτές της προσπαθούν να την παρουσιάσουν
κάτω από το περιτύλιγμα προοδευτικών παιδαγωγικών θεωριών ( Νέα Αγωγή)
αποτελεί οπισθοδρόμηση ιστορικών διαστάσεων σε όλα τα επίπεδα : στο επίπεδο της
γνώσης με την αποσπασματικότητα και τον εκφυλισμό της σε δεξιότητα, στο επίπεδο
του κοινωνικού ρόλου της εκπαίδευσης με την άγρια όξυνση της ταξικής επιλογής
και της κοινωνικής ανισότητας στη μόρφωση και στο επίπεδο της εργασίας με
την εργασιακή υποβάθμιση των εκπαιδευτικών και τη χειραγώγηση του ρόλου τους
στην εκπαιδευτική διαδικασία. Το σχολείο αυτό αντιστρατεύεται το δικαίωμα στη
μόρφωση και στην εργασία για τα λαϊκά στρώματα. Τα προετοιμάζει για τη
βαθιά εκμετάλλευση , την ελαστική εργασία , τα μορφώνει με βάσει τις
συγκυριακές απαιτήσεις των εργοδοτών , ενώ η περίφημη εκμάθηση της μάθησης
αποτελεί εκγύμναση για την ελαστική εργασία και την επανακατάρτιση σε νέες
εργασιακές δεξιότητες που, συνήθως θα γίνεται με προσωπική ευθύνη και προσωπικό
κόστος των ίδιων των εργαζομένων.
ΧΡ. ΡΕΠΠΑΣ
[2] Πιο αναλυτικά Ν.Klein , To Δόγμα του Σοκ , οπ. παρ . σελ 23-25
[3] Βλ. Ι.Πυργιωτάκη , (1995) Κράτος Πρόνοιας και
Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση στην Ελλάδα , Μ.Κασσωτάκης – Α.Καζαμίας ,
(1995) Ελληνική Εκπαίδευση Προοπτικές Ανασυγκρότησης και
Εκσυγχρονισμού , εκδ. ΣΕΙΡΙΟΣ , Αθήνα , σελ. 94
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου