Υπάρχει
θέμα ΕΕ και ευρώ στη συζήτηση γύρω από την ελληνική κρίση ή όχι; Αυτό είναι ένα
κρίσιμο ερώτημα. Και πρέπει να συζητηθεί όχι γενικόλογα, θεωρητικά, αλλά με
βάση την εμπειρία και την πραγματικότητα. Το ερώτημα αυτό, μάλιστα, έχει δύο
πλευρές.
Καταρχήν:
Η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ, την ΕΕ και τη Ζώνη του Ευρώ έχει ωφελήσει ή όχι
τους εργαζόμενους και τους νέους; Συνέβαλε ή όχι στην εκδήλωση της κρίσης και
ειδικότερα στο τεράστιο δημόσιο χρέος και έλλειμμα; Και δεύτερον: Η παραμονή
στην Ευρωζώνη και την ΕΕ, το Σύμφωνο για το ευρώ, τα Μνημόνια συμβάλλουν ή όχι
στην αντιμετώπιση της κρίσης σε όφελος των εργαζομένων;
Βέβαια,
και μόνο το γεγονός ότι μηχανισμοί της ΕΕ, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η
Ευρωπαϊκή Επιτροπή, είναι οι δύο από τους τρεις της τρόικα λέει πολλά. Πολλά
λέει και το γεγονός ότι το τελευταίο διάστημα έχουμε δει πολλές φορές τους
εκπροσώπους της ΕΕ να είναι πιο πιεστικοί στη λήψη αντεργατικών μέτρων ακόμη
και από το ΔΝΤ!
Ας
πάρουμε, όμως, τα πράγματα με τη σειρά.
Υποστηρίζεται
από την κυρίαρχη προπαγάνδα ότι η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ, την ΕΕ και το
ευρώ ωφέλησε την ελληνική οικονομία. Τι δείχνουν, όμως, τα στοιχεία
(προϋπολογισμοί): Από το 1993 ως το 2007 οι εισροές από την ΕΕ (αυτά που πήραμε
μείον αυτά που δώσαμε) αυξήθηκαν κατά 30% (από 3.091,3 σε 4.009 εκ. ευρώ). Την
ίδια περίοδο το εμπορικό ισοζύγιο επιδεινώθηκε από -9.623,7 σε -20.605,4.
Δηλαδή, η τελική ζημιά της ελληνικής οικονομίας από την ΕΕ από -6.532.3 εκ.
ευρώ το 1993 ανήλθε σε -16.596,4 το 2007. Αυξήθηκε, σα να λέμε, 254%!
Ίδια
είναι η εικόνα και στους επιμέρους τομείς. Το ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων και
τροφίμων της Ελλάδας με την ΕΟΚ είχε πλεόνασμα
μέχρι το 1980 κι έγινε ελλειμματικό το 1981, την πρώτη χρονιά
ένταξης στην ΕΟΚ. Από τότε το έλλειμμα
αυξάνεται διαρκώς και τα τελευταία χρόνια φτάνει περίπου στα 2,7-3,5 δις ευρώ
ετησίως. Έτσι, η Ελλάδα από εξαγωγική χώρα αγροτικών προϊόντων πριν την ένταξη
στην ΕΟΚ μετατράπηκε σε χώρα εισαγωγική. Μάλιστα, οι εισαγωγές αγροτικών
προϊόντων που θα μπορούσαν να παραχθούν στην Ελλάδα, φτάνουν κάθε χρόνο τα 5-6
δις ευρώ.
Θα
πει κάποιος: Εντάξει, όμως η ροή κεφαλαίων μεταξύ Ελλάδας και ΕΕ δεν αφορά μόνο
το εμπορικό ισοζύγιο, που όντως είναι αρνητικό. Αφορά και τις χρηματοπιστωτικές
συναλλαγές, κι εδώ το ισοζύγιο είναι θετικό. Μόνο που το πλεόνασμα του δεύτερου
δεν υπερκαλύπτει το έλλειμμα του πρώτου. Και το κυριότερο: ο «φτηνός» δανεισμός -που τελικά αποδείχτηκε και
«πικρός» και ακριβός, καθώς εκτίναξε τα ελλείμμματα και το χρέος- έγινε κυρίως
για να στηριχτούν η κατανάλωση των προϊόντων που παρήγαγαν οι πολυεθνικές και η
χρηματοπιστωτική φούσκα, που όταν έσκασε άνοιξαν οι ασκοί του Αιόλου της
κρίσης.
Το
κύριο, όμως, δεν είναι το λογιστικό και «δούναι και λαβείν». Είναι οι κοινωνικές επιπτώσεις που
είχαν η ΕΕ και το ευρώ στη ζωή των εργαζομένων, των νέων, των αγροτών. Κι εδώ η
εικόνα δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνειών.
Ας ξεκινήσουμε από τους εργαζόμενους. Στην Ελλάδα οι πραγματικοί κατώτατοι
μισθοί μειώθηκαν την περίοδο 2000-8 κατά -0,5% ετησίως, ενώ η παραγωγικότητα
της εργασίας αυξανόταν κατά 2,3% ετησίως τη την ίδια περίοδο. Το σκληρό ευρώ κι
οι κανόνες της ΟΝΕ ευνοούσαν τις μεγάλες πολυεθνικές, με αποτέλεσμα οι
μικρότερες εταιρείες να έχουν μόνο ένα όπλο για να είναι ανταγωνιστικές: τη
μείωση του εργατικού κόστους.
Το
περιβάλλον ανταγωνισμού που δημιουργήθηκε με την ένταξη στην ΕΕ και το ευρώ
μετέτρεψε σε προβληματικές πολλές ελληνικές παραγωγικές μονάδες ή τις οδήγησε
στο κλείσιμο. Και μπορεί οι ιδιοκτήτες τους να σώθηκαν, γιατί εντάχθηκαν σε
διάφορους νόμους, γιατί το κράτος αγόρασε τις προβληματικές και τους χάρισε τα
χρέη ή γιατί μετέφεραν τις δραστηριότητές τους στα Βαλκάνια, χιλιάδες
εργαζόμενοι όμως έμειναν χωρίς δουλειά. Θα πει κάποιος: δεν φταίει και γι' αυτό
η ΕΕ. Φταίει ότι οι ελληνικές εταιρείες δεν ήταν ανταγωνιστικές. Πώς όμως θα
γίνουν ανταγωνιστικές; Με μισθούς Βουλγαρίας, ασφάλιση Αλβανίας, συνθήκες
εργασίας Ταϊλάνδης και ωράρια Κίνας. Με τον τρόπο, δηλαδή, που περιγράφει το
Σύμφωνο για το ευρώ.
Στο
ασφαλιστικό, η ΕΕ πίεζε διαρκώς για αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης, μείωση
των ασφαλιστικών εισφορών, τζογάρισμα των ασφαλιστικών στο χρηματιστήριο. Αυτό
ακριβώς υλοποιούσαν οι αντιασφαλιστικοί νόμοι Ρέππα, Πετραλιά και Λοβέρδου.
Έτσι προέκυψαν και τα «δομημένα ομόλογα» του ΤΕΑΔΥ, που ως προς τον τρόπο
υλοποίησης ήταν σκάνδαλα, αλλά ως προς την ουσία ήταν ό,τι ακριβώς απαιτούσαν η
ΕΕ και οι χρηματαγορές για τα αποθεματικά των ταμείων.
Στις
εργασιακές σχέσεις, τέλος: Ήδη από τη «Λευκή Βίβλο» του 1994 η ΕΕ πίεζε για
ελαστικές σχέσεις εργασίας και μερική απασχόληση. Ακολούθησαν η λεγόμενη
«ελαστασφάλεια», η οδηγία Μπολκενστάιν και τόσα άλλα, στα οποία πρωτοστάτησε η
«Ατζέντα 2010» που προώθησε ο Γκ. Σρέντερ, ο σοσιαλδημοκράτης καγγελάριος της
Γερμανίας. Σε αυτή την «Ατζέντα» και στα 7,5 εκατομμύρια Γερμανών που
εργάζονται με ελαστικές μορφές απασχόλησης και αποδοχές κάτω από 400 ευρώ
στηρίχτηκε η άνοδος της ανταγωνιστικότητας των γερμανικών πολυεθνικών.
Να συνεχίσουμε με την παιδεία; Ποιος δεν θυμάται ότι τη στιγμή που
οι φοιτητές ξεσηκώνονταν ενάντια στην αναθεώρηση του άρθρου 16 η ΕΕ προωθούσε
οδηγία που νομιμοποιούσε από την «πίσω πόρτα» τα ιδιωτικά ΑΕΙ και τα κολέγια;
Κι ότι με τη λεγόμενη στρατηγική της Λισαβόνας η ανώτατη εκπαίδευση παραδίδεται
στην αγορά;
Καταστροφικά
ήταν επίσης τα 30 χρόνια της ΕΕ για τους μικρούς αγρότες και
για τους εργάτες των εργοστασίων μεταποίησης αγροτικών προϊόντων που έκλεισαν.
Για παράδειγμα: ενώ η Ελλάδα ήταν αυτάρκης κι είχε υψηλή παραγωγικότητα στην
τευτλοκαλλιέργεια, μείωσε κατά εννιά φορές τις ποσότητες ζάχαρης που παράγει
και τώρα εισάγει από τη Γερμανία και τη Γαλλία το 50% των αναγκών της.
Παράλληλα, έκλεισαν τα 2 από τα 5 υπερσύγχρονα εργοστάσια ζάχαρης, ενώ τώρα
ιδιωτικοποιούν και τα υπόλοιπα. Με άλλες κοινοτικές αποφάσεις (ποσοστώσεις)
μειώθηκε η παραγωγή καπνού κατά 82%, παρότι η ΕΕ εισάγει το 75% των αναγκών
της. Παράλληλα, ξεκληρίστηκαν χιλιάδες αγρότες: Το 1981 υπήρχαν 997.000
αγροτικά νοικοκυριά ενώ το 2007 είχαν μείνει 614.000. Την τελευταία 10ετία, οι
αγρότες μειώθηκαν κατά 35% και το αγροτικό εισόδημα κατά 19%.
Αν,
όμως, οι συνέπειες ήταν ολέθριες για τους μισθωτούς, τους νέους και τους
αγρότες, για το ελληνικό κεφάλαιο -ιδιαίτερα για τις ηγετικές του
μερίδες, που έχουν πολυεθνική αναφορά- η ένταξη στην ΕΕ και την ευρωζώνη ήταν
ιδιαίτερα προσοδοφόρα. Στα χρόνια αυτά κατάφεραν να αποθησαυρίσουν στις
ελβετικές τράπεζες 600 δις. Να ιδρύσουν στα Βαλκάνια 4.000 επιχειρήσεις. Να
κυριαρχήσουν στην αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή. Να προσθέσουν στη φαρέτρα
τους κι άλλα όπλα που αυξάνουν την εκμετάλλευση των εργαζομένων και τα κέρδη
τους. Και τελικά, να αυξήσουν το μερίδιό τους στο παραγόμενο ΑΕΠ εις βάρος του
μεριδίου των μισθωτών. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που το ελληνικό κεφάλαιο
θεωρεί αδιαπραγμάτευτη τη συμμετοχή στην ΕΕ και το ευρώ και που παθαίνει
έμφραγμα και μόνο στην ιδέα της εξόδου από αυτούς τους μηχανισμούς.
«Πήραμε»,
όμως, και κάποια χρήματα, όλα αυτά τα χρόνια. Ναι, αλλά πόσα ήταν και πού
πήγαν; Τα περίφημα
«πακέτα» που πήραμε, τα ΜΟΠ της περιόδου 1986-93 (471 εκατ. ευρώ), το Β΄ ΚΠΣ
της περιόδου 1994-99 (12,3 δις), το Γ΄ ΚΠΣ της περιόδου 2000-2006 (26,1 δις)
και το ΕΣΠΑ της περιόδου 2007-2013 (26,2
δις) αθροίζουν ένα ποσό περίπου 65 δις ευρώ. Τι σημαίνει αυτό το ποσό αν
κάνουμε τις διαιρέσεις: 196 ευρώ το χρόνο για κάθε κάτοικο της Ελλάδας. Ή
αλλιώς, 0,54 λεπτά του ευρώ την ημέρα!
Από
αυτά τα 65 δις, μέχρι τα τέλη του 2009 είχαν εκταμιευτεί τα 43 δις. Ξέρετε πόσο
ήταν το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου της Ελλάδας έναντι της ΕΕ από το 1980
μέχρι το 2009; 254 δις! Δηλαδή: Δώσαμε ως Έλληνες μισθωτοί και αγρότες 254 δις
(για εισαγωγές από τις δυτικοευρωπαϊκές πολυεθνικές) και πήραμε 43 δις.
Τουτέστιν, για κάθε ευρώ που «μας δίνουν», τους πληρώνουμε ...έξι!
Αλλά
κι αυτά που «μας δίνουν» πού πάνε; Πάνε κυρίως στο κεφάλαιο, διευκόλυναν τη
δράση των πολυεθνικών, πριμοδότησαν τις αναδιαρθρώσεις της αγροτικής,
ετεροχρόνισαν την εξαθλίωση των εργαζόμενων και των αγροτών κι αποτέλεσαν μοχλό
για την επιβολή νέων εργασιακών σχέσεων.
Να
θυμίσουμε ότι το 50% του Γ΄ ΚΠΣ πήγε σε συγκοινωνιακούς άξονες με βάση τα
συμφέροντα των τεχνικών εταιριών και των πολυεθνικών για εμπορικούς δρόμους ή
σε προγράμματα... «κατάρτισης» που στόχευαν στη μείωση του «εργατικού κόστους».
Να
θυμίσουμε ότι, ακόμη και η Ελευθεροτυπία, που ανέβαζε τα ποσά που
«πήραμε» ως χώρα μέχρι σήμερα στα 120 δις ευρώ -στο μισό δηλαδή του εμπορικού
ελλείμματος-, σημείωνε ότι τα 51,3 δις επιστράφηκαν σε πολυεθνικές της δυτικής
Ευρώπης για προμήθεια μηχανημάτων, εξοπλισμού κ.λπ.
Και,
τέλος, να θυμίσουμε ότι το 80% των επιδοτήσεων εισπράττεται από το 20% των
αγροτών αλλά και μη αγροτών, με τη μερίδα του λέοντος να την παίρνουν μεγάλοι
οινοπαραγωγοί ή κτηνοτρόφοι τύπου Βιβάρτια κ.λπ.
Κλείνοντας
το πρώτο σκέλος του αρχικού ερωτήματος, ένα πράγμα είναι φανερό: Η συμμετοχή
της Ελλάδας στην ΕΕ και το ευρώ δεν ήταν μόνο βασικό όχημα επίθεσης στα λαϊκά
δικαιώματα, ήταν και μια από τις βασικότατες αιτίες -όχι η μόνη, ούτε ίσως η
κύρια- που η κρίση πήρε τόσο εκρηκτικές διαστάσεις στην Ελλάδα. Να
θυμίσουμε ότι με ελλειμματικό εμπορικό ισοζύγιο είναι μοιραίο να αυξάνεται το
χρέος; Ότι τα ελλείμματα των PIGS είναι ακριβώς όσα τα πλεονάσματα των
γερμανικών πολυεθνικών που εκμεταλλεύτηκαν το περιβάλλον του ευρώ για να
κυριαρχήσουν. Ότι το ελληνικό δημόσιο χρέος επταπλασιάστηκε από το 1981 μέχρι
την ένταξη στο Μνημόνιο; Ότι το ευρώ δεν μας προστάτεψε από τις επιθέσεις των
κερδοσκόπων και την κρίση, αντίθετα τη γενίκευσε και τη μετακύλησε πάνω από όλα
στους εργαζόμενους. Ή ότι η ελληνική κρίση πήρε εκρηκτικές διαστάσεις μεταξύ
άλλων και γιατί η «ελληνική περίπτωση» έγινε αιχμή της σύγκρουσης μεταξύ ΗΠΑ
και ΕΕ.
Ας
πάμε τώρα στη δεύτερη πλευρά. Συμβάλλουν η ΕΕ και το ευρώ στην αντιμετώπιση
της κρίσης και του χρέους ή όχι. Είναι ένα «όπλο στα χέρια μας» για τη
φιλολαϊκή έξοδο από την κρίση; Με μια πρώτη ματιά, η ΕΕ βοηθά την Ελλάδα να
ξεπεράσει την «κρίση χρέους» προσφέροντάς της, μαζί με το ΔΝΤ, με το πρώτο
πακέτο 110 δις και με το δεύτερο περίπου 120 δις. Αν δεν υπήρχαν τα χρήματα αυτά,
λένε, η οικονομία μας θα κατέρρεε και το κράτος δεν θα μπορούσε να πληρώσει
μισθούς και συντάξεις.
Γιατί,
όμως, η ΕΕ προσφέρει τόσο απλόχερα μια τόσο μεγάλη βοήθεια; Επειδή τη
χαρακτηρίζει πνεύμα αλληλεγγύης; Πολύ ιδανικό για να είναι αληθινό στον κόσμο
των αγορών και των πολυεθνικών. Τότε γιατί;
Πρώτον,
γιατί οι γαλλικές και γερμανικές τράπεζες, που κατέχουν μεγάλο μέρος των
ομολόγων του ελληνικού δημοσίου, φοβούνται ότι μια ανοιχτή χρεοκοπία της
Ελλάδας θα οδηγούσε και τις ίδιες στην κατάρρευση. Έτσι, διασώζοντας την Ελλάδα
σώζουν και τον εαυτό τους. Παράλληλα, χορηγώντας τα δάνεια του Μνημονίου και
του δεύτερου πακέτου, κερδίζουν χρόνο, ώστε να απαλλαγούν από τα ελληνικά
ομόλογα και να περιορίσουν τους κινδύνους τους.
Δεύτερον,
γιατί οι ευρωπαϊκές πολυεθνικές -με αιχμή τις γερμανικές- φοβούνται ότι μια
ανοιχτή ελληνική χρεοκοπία θα οδηγήσει σε συνολική κατάρρευση του ευρώ, οπότε
θα καταβαραθρωθούν οι εξαγωγές τους. Άρα, διασώζοντας την Ελλάδα σώζουν το
νόμισμα που τους επιτρέπει να έχουν κέρδη και να πλεονεκτούν έναντι των
ανταγωνιστών τους.
Και
τρίτον γιατί το αντίτιμο της «σωτηρίας» μας -οι όροι, δηλαδή, με τους οποίους
παρέχεται η «βοήθεια»- τους ωφελεί πολλαπλά: Μειώνει δραματικά το εργατικό
κόστος και συντρίβει την εργασία, γεγονός που πολλαπλασιάζει τα κέρδη των
εργοδοτών. Επιτρέπει στις μεγάλες πολυεθνικές να καταβροχθίσουν μικρότερες
εταιρείες και τα φιλέτα της δημόσιας περιουσίας που ιδιωτικοποιούνται. Και
τέλος, μέσω της αποπληρωμής των δανείων αυτών -που προφανώς δεν δίνονται άτοκα
ούτε χαριστικά- τους επιτρέπει να ιδιοποιούνται ένα διαρκώς αυξανόμενο μέρος
του κοινωνικού πλούτου που παράγεται στην Ελλάδα. Βεβαίως, κάποιοι -και μιλώ
για τους κατόχους των λεγόμενων CDS- κερδίζουν και από τις φημολογίες ή το
ενδεχόμενο χρεοκοπίας ή αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους.
Άρα
λοιπόν, στηρίζοντας την Ελλάδα στηρίζουν πρώτα από όλα τον εαυτό τους και τα
κέρδη τους. Γι’ αυτό και 50 μεγάλες γαλλικές και γερμανικές πολυεθνικές κάνουν
τις τελευταίες ημέρες μια τεράστια διαφημιστική καμπάνια υπέρ της Ελλάδας.
Τι
μας νοιάζει εμάς, θα αντέτεινε κάποιος. Αφού έτσι «σωζόμαστε» από τη χρεοκοπία,
όλα τα άλλα έχουν δευτερεύουσα σημασία. «Σωζόμαστε», όμως; Αρκεί να σκεφτεί
κανείς ότι το δημόσιο χρέος από 144% του ΑΕΠ όταν εγκρίθηκε το Μνημόνιο θα
φτάσει φέτος στο 167%. Το σημαντικότερο, όμως, δεν είναι και πάλι οι αριθμοί.
Είναι το αν πραγματικά «σωζόμαστε» και ποιος ακριβώς σώζεται.
Σίγουρα
σώζονται οι εργοδότες, ο ΣΕΒ. Με το Μνημόνιο, το Μεσοπρόθεσμο, το Σύμφωνο για
το ευρώ και τα άλλα κυβερνητικά μέτρα εξασφαλίζουν μειωμένους μισθούς, ελαστική
εργασία, ατομικές κι επιχειρησιακές συμβάσεις, μειωμένη φορολογία, μειωμένες
εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, ελευθερία απολύσεων. Τι περισσότερο θα μπορούσαν
να ζητήσουν για να αυξήσουν τα κέρδη τους;
Σώζονται
και οι τράπεζες. Τα 110 δις του πρώτου Μνημονίου είναι ακριβώς ίσα με τα 108
δις που έχουν τούς δοθεί με τα διάφορα πακέτα στήριξης των κυβερνήσεων
Καραμανλή και Παπανδρέου.
Αυτοί
που σίγουρα δεν σώζονται είναι οι εργαζόμενοι. Η πολιτική της κυβέρνησης, της
ΕΕ, του ΔΝΤ θα τους βυθίσουν στην εξαθλίωση, θα απογειώσουν τη φορομπηξία και
την ανεργία, θα εξαφανίσουν την κοινωνική ασφάλιση, θα συντρίψουν την παιδεία
και την υγεία, θα ιδιωτικοποιήσουν τα πάντα - και το κυρότερο, χωρίς φως στο
βάθος του τούνελ.
Αλλά
ούτε και η λεγόμενη «εθνική οικονομία» σώζεται, καθώς με αυτούς τους όρους και
με τους ασφυκτικούς μηχανισμούς επιτήρησης και προώθησης του Συμφώνου για το
ευρώ και του Μνημονίου να διεισδύουν ακόμη και στον τελευταίο δήμο ή στο
τελευταίο σχολείο και νοσοκομείο, η δυνατότητα για οικονομική ανάκαμψη με βάση
τις λαϊκές ανάγκες μοιάζει κάτι παραπάνω από όνειρο θερινής νυκτός.
Αξίζει
εδώ μια κουβέντα παραπάνω στο Σύμφωνο για το ευρώ. Στην ουσία αποτελεί
ένα ακόμη πιο άγριο μνημόνιο, για όλη την Ευρώπη όμως. Δύο είναι οι κύριες
κατευθύνσεις του.
Η πρώτη αφορά τη
δραστική συρρίκνωση των εργατικών μισθών, ώστε το κόστος εργασίας να αξιολογείται «βάσει της
παραγωγικότητας και των αναγκών προσαρμογής της ανταγωνιστικότητας». Μιας
ανταγωνιστικότητας που, για να ξεπεράσει τους κύριους εμπορικούς αντιπάλους της
ΕΕ, όπως η Κίνα ή οι ΗΠΑ, θα συντρίψει τους μισθούς.
Η δεύτερη αφορά τη
διαμόρφωση ενιαίων κανόνων λειτουργίας της ευρωπαϊκής οικονομίας σε ένα πολύ πιο ευρύ πεδίο από αυτό
που αποτυπώνεται στην ΟΝΕ, με πολύ πιο δεσμευτικούς όρους, με πολύ πιο
πιεστικούς, άμεσους και τακτικούς μηχανισμούς «ελέγχου», «εποπτείας»,
«επιτήρησης» και «επιβολής» (οι εντός εισαγωγικών λέξεις, προέρχονται αυτούσιες
από το κείμενο της ΕΕ) και με «επικέντρωση ιδίως σε τομείς που εμπίπτουν στην εθνική
αρμοδιότητα» ως τώρα. Κανόνων που -όπως γίνεται πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις-
αποτυπώνουν το «δίκαιο του ισχυρού» και τους συσχετισμούς δύναμης μεταξύ των
κεφαλαίων και των κρατών.
Όπως,
λοιπόν, η έγκριση του Μεσοπρόθεσμου αποτελεί προϋπόθεση για την εκταμίευση της
5ης δόσης του Μνημονίου και την έγκριση του δεύτερου πακέτου
σωτηρίας, έτσι και στην ΕΕ, η αποδοχή του Συμφώνου για το ευρώ αποτελεί
προϋπόθεση για τη δημιουργία του μόνιμου μηχανισμού χρηματοδοτικής
σταθερότητας. Κι όπως εδώ απαιτείται η συναίνεση όλου του σάπιου πολιτικού
συστήματος, έτσι και το Σύμφωνο για το ευρώ φέρνει φαρδιά πλατιά τις υπογραφές
νεοφιλελεύθερων αλλά και «σοσιαλιστών».
Το
Σύμφωνο για το ευρώ δεν είναι μια ακόμη
νεοφιλελεύθερη παρεκτροπή στην πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Είναι η
αντιδραστική συνέχεια της Λευκής Βίβλου, του Μάαστριχτ, της Λισαβόνας, της
Ευρωσυνθήκης. Είναι η οικονομική πλευρά μιας ΕΕ που βομβαρδίζει στη Λιβύη -όπως
χθες στην πρώην Γιουγκοσλαβία, στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν-, που στήνει τείχη
ρατσισμού και εκκολάπτει το αβγό του νεοφασισμού και του εθνικισμού, που
προωθεί ένα όργιο καταστολής και ηλεκτρονικού φακελώματος, που βάφτιζε
δημοκράτες τον Μπεν Αλί και τον Μουμπάρακ. Δεν αποκαλύπτει απλώς την κυριαρχία
των τραπεζών και των αγορών, το στρεβλό χαρακτήρα της ευρωπαϊκής οικοδόμησης ή
την έλλειψη ηγετών μεγάλου διαμετρήματος, αλλά τον αντιδραστικό χαρακτήρα της
ίδιας της ΕΕ και του ευρώ, από τη δημιουργία τους ως σήμερα.
Αυτός
ο χαρακτήρας δεν αλλάζει, δεν μεταρρυθμίζεται – μόνο ανατρέπεται, διαλύεται. Κι
αυτό πρέπει να γίνει με την ΕΕ συνολικά. Γιατί η ΕΕ δεν μπορεί να επανιδρυθεί
σε φιλολαϊκή βάση. Ούτε είναι μια προοδευτική ή δήθεν αντικειμενική διαδικασία.
Είναι μια ένωση που σχεδιάστηκε, οικοδομήθηκε και πορεύεται με αδιαπραγμάτευτο
κριτήριο τα συμφέροντα του κεφαλαίου, των αγορών. Κι αυτό το κριτήριο παραμένει
σταθερό, όσο κι αν τσακώνονται μεταξύ τους για τη μοιρασιά της λείας οι
γαλλικές, οι γερμανικές ή οι βρετανικές πολυεθνικές, η ΕΕ με τις ΗΠΑ ή την
Κίνα.
Εδώ
κρίνουμε αναγκαία μια σημαντική διευκρίνιση. Ποιος είναι αυτός που ευθύνεται
για τα προβλήματα των εργαζομένων και των νέων; Η κυβέρνηση ή η ΕΕ;
Αλίμονο αν πέσουμε στην παγίδα να δείχνουμε μόνο τις ελληνικές κυβερνήσεις ή
μόνο την ΕΕ και το ευρώ, κι αν «βγάζουμε λάδι» άλλοτε την ΕΕ (διότι δήθεν η
ελληνική κυβέρνηση προωθεί τα μέτρα) και άλλοτε την κυβέρνηση (διότι δήθεν τα
μέτρα που προωθεί είναι εντολές της ΕΕ και των πιστωτών). Κι ακόμη, αλίμονο αν
πούμε, δεν φταίει η ΕΕ, αλλά ο καπιταλισμός, λες και η ΕΕ και το ευρώ δεν είναι
τέκνα του καπιταλισμού, δεν είναι φορείς της λογικής του. Δεν είναι, λοιπόν, ή
το ένα ή το άλλο. Είναι και το ένα και το άλλα. Στην επίθεση κατά των
εργαζομένων βρίσκονται χέρι χέρι χρόνια τώρα οι ελληνικές κυβερνήσεις της ΝΔ
και του ΠΑΣΟΚ, η ΕΕ, ο ΣΕΒ και εσχάτως και το ΔΝΤ. Με αυτή την έννοια, το
κίνημα, οι λαϊκοί αγώνες, οι απεργίες πρέπει «να τους στήνουν στον τοίχο» όλους
αυτούς, αλλά και τον καπιταλισμό ως σύστημα. Κι όταν φωνάζουμε «να φύγουν όλοι»
εννοούμε και την όποια κυβέρνηση υλοποιεί αυτή την πολιτική, και το ΔΝΤ, και
την ΕΕ, αλλά και το κέρδος, την αγορά, την εκμετάλλευση, την ανταγωνιστικότητα
ως θεμέλια της κοινωνίας.
Ας
επανέλθουμε, όμως, στο θέμα της ΕΕ και του ευρώ. Τα δεδομένα έχουν ως εξής: Η
συμμετοχή της Ελλάδας στην ΕΕ για 30 χρόνια και στη ζώνη του ευρώ τα δέκα
τελευταία συνέβαλλαν καθοριστικά στην κρίση και στο χρέος (αν και δεν τα
δημιούργησαν) αλλά και στο χτύπημα των εργατικών δικαιωμάτων. Επιπλέον, η
συμμετοχή αυτή όχι μόνο δεν βοηθάει στην αντιμετώπιση της κρίσης, αλλά γίνεται
και βασικό όχημα για την άγρια επίθεση κατά των εργαζομένων, την άνοδο της
ανεργίας, τις περικοπές των μισθών και των συντάξεων, τις ιδιωτικοποιήσεις, το
κλείσιμο σχολείων, νοσοκομείων και παιδικών σταθμών, τις ατομικές συμβάσεις
εργασίας, τη σύνταξη στα 70, το κλείσιμο προγραμμάτων όπως η βοήθεια στο σπίτι
και τόσα άλλα.
Εύλογα,
συνεπώς, προκύπτει το ερώτημα: αν έτσι είναι τα πράγματα κι αν ο χαρακτήρας της
ΕΕ δεν μπορεί να αλλάξει, τότε ποιος ο λόγος να παραμένουμε στη ζώνη του ευρώ
και στην ΕΕ; Κανένας. Για να αρχίζουν να λύνονται τα προβλήματα των εργαζομένων
και των νέων είναι απαραίτητο να έρθουμε σε συνολική ρήξη με το ευρώ, την ΟΝΕ
και την ΕΕ, να απαλλαγούμε από τα δεσμά τους.
Μια
έξοδος από το ευρώ και την ΕΕ θα απάλλασσε τον ελληνικό λαό από έναν από τους
βασικούς υπαίτιους της κρίσης και της αντεργατικής επίθεσης. Θα έδινε άλλες
δυνατότητες και εργαλεία (που σήμερα ακυρώνονται από το πλαίσιο της ΟΝΕ) για
μια παραγωγή, για μια οικονομική πολιτική, για μια κοινωνία βασισμένες στις
λαϊκές ανάγκες και όχι στο κέρδος. Θα επανενεργοποιούσε κρυμμένες δυνάμεις και
δυνατότητες στην αγροτική παραγωγή, στη βιομηχανία και σε άλλους τομείς που
τώρα καταστρέφονται ή μένουν αδρανείς όσο η Ελλάδα παραμένει στην ΕΕ και στο
μονόδρομο του κέρδους.
Μια
τέτοια έξοδος δεν μπορεί να λειτουργήσει
υπέρ των λαϊκών συμφερόντων από μόνη της. Πρέπει να συνοδεύεται και από
άλλα πράγματα. Από τη διαγραφή όλου του χρέους. Από τη ριζική ανακατανομή του
κοινωνικού πλούτου εις βάρος του κεφαλαίου και υπέρ των εργαζομένων, ώστε να
αυξηθούν οι μισθοί, να αντιμετωπιστεί η ανεργία, να υπάρξει μόνιμη και σταθερή
δουλειά, να βελτιωθούν η υγεία και η παιδεία, να είναι δημόσια και δωρεάν και
όχι ιδιωτικά και πανάκριβα τα κοινωνικά αγαθά. Αλλά και από το πέρασμα στο
δημόσιο με εργατικό έλεγχο του τραπεζικού συστήματος και την απαγόρευση της
φυγής κεφαλαίων από τη χώρα. Μόνο σε ένα τέτοιο πλαίσιο -που κινείται με πνεύμα
ανατροπής και πάει κόντρα στην αντεργατική επίθεση και στη φυλακή του σύγχρονου
καπιταλισμού- η έξοδος από το ευρώ και την ΕΕ θα λειτουργήσει υπέρ των
εργαζομένων. Αν, δηλαδή, αποτελεί κομμάτι μιας συνολικότερης πορείας που θα
καθορίζεται από τις λαϊκές ανάγκες και όχι από τα κέρδη και τις αγορές.
Έχουμε συνείδηση ότι μια τέτοια
έξοδος δεν μπορεί να λειτουργήσει μόνο σε εθνικά πλαίσια – και ούτε την
προτείνουμε από «εθνική» σκοπιά ή έχοντας την αυταπάτη ότι μπορεί να σταθεί
κάποιου τύπου «εθνική ανάπτυξη» στο σύγχρονο διεθνοποιημένο κόσμο. Χρειάζεται
μια ευρύτερη διεθνής στήριξη και πάλη. Και θα έχει καλύτερα αποτελέσματα, θα
μπορέσει να περπατήσει αν το δρόμο της Ελλάδας ακολουθήσουν και οι λαοί άλλων
χωρών, αν όλοι αυτοί οι λαοί δημιουργήσουν τη δική τους ένωση, μια ένωση που θα
είναι απαλλαγμένη από ανταγωνισμούς και «προστατευτισμούς», θα αναπτύσσει τα
εργατικά δικαιώματα, θα βάζει στην πρώτη γραμμή τους εργαζόμενους και όχι τις
πολυεθνικές και τις τράπεζες. Ο τρόπος που «επικοινωνούν» το Σύνταγμα με την
Πουέρτα δελ Σολ και τις άλλες πλατείες της Ευρώπης δείχνει πως κάτι τέτοιο δεν
είναι ανέφικτο. Αρκεί κάποιος να κάνει το πρώτο βήμα και να μη μένουν όλοι πίσω
περιμένοντας τους άλλους για να κινηθούν όλοι μαζί.
Η θέση αυτή συναντά
απέναντί της πολλές αντιρρήσεις.
Την
έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ, λένε κάποιοι, την προτείνουν και μερικοί από
τους ισχυρούς του χρήματος στην ΕΕ. Έτσι είναι. Ωστόσο, οι κυρίαρχοι κύκλοι της
ΕΕ και των πολυεθνικών σήμερα αντιμετωπίζουν με τρόμο ένα τέτοιο ενδεχόμενο -
ειδικά αν γίνει «από τα κάτω» κι από ένα μαχόμενο κίνημα. Ακόμη κι ο πολύς Μπεν
Μπερνάνκι, δήλωνε προχτές ότι μια κατάρρευση της Ελλάδας θα επηρέαζε αρνητικά
την παγκόσμια οικονομία. Γι' αυτό μας «σώζουν», γι' αυτό και η καμπάνια των 50
γαλλογερμανικών πολυεθνικών υπέρ της Ελλάδας.
Κάποιοι
άλλοι ανακάλυψαν πως την έξοδο από την ΕΕ τη θέλει το ελληνικό κεφάλαιο – ή
έστω κάποια τμήματά του. Άρα, όποιος την προτείνει, γίνεται ουρά του και τσαλαβουτάει στον εθνικισμό. Τίποτα πιο
αναληθές. Ο ίδιος ο πρόεδρος του ΣΕΒ δήλωσε ευθαρσώς προ ημερών τη σταθερή
προσήλωση των ηγετικών κύκλων του ελληνικού κεφαλαίου στην ευρωπαϊκή πορεία της
χώρας. Ουρά του κεφαλαίου, συνεπώς, δεν είναι όποιος λέει έξω από το ευρώ και
την ΕΕ, αλλά όποιος λέει ναι όπως ο ΣΕΒ, οι δυτικοευρωπαϊκές πολυεθνικές και οι
τράπεζες. Και διεθνιστής δεν είναι εκείνος που φυλακίζει το διεθνισμό στο
έδαφος που διαμορφώνει ο κοσμοπολιτισμός του κεφαλαίου, αλλά εκείνος που
αγωνίζεται για να σπάσει αυτό το πλέγμα, πρώτα απ' όλα στη χώρα του, και να
οικοδομηθούν μορφές διεθνούς συνεργασίας πέραν της αγοράς και του κέρδους
-συνεπώς και πέραν της ΕΕ- στην Ελλάδα, την Ευρώπη και τον κόσμο ολόκληρο.
Δεν
ισχυρίζομαι ότι η έξοδος από την ΕΕ και το ευρώ που θα επιβληθεί από την πίεση
του κινήματος είναι μια προοπτική στρωμένη με ροδοπέταλα. Η εγχώρια και
δυτικοευρωπαϊκή αστική τάξη είναι φυσικό να αντιδράσουν. Όπως αντιδρά κι ένας
εργοδότης όταν οι εργάτες κάνουν απεργία ζητώντας αυξήσεις. Οι εργαζόμενοι, το
κίνημα πρέπει από πριν να είναι προετοιμασμένοι γι' αυτή την αντίδραση και να
είναι έτοιμοι να την υπερνικήσουν με τη συλλογική, μαζική πάλης και τη
διεθνιστική αλληλεγγύη. Άλλωστε και η ακύρωση του Μνημονίου, του Μεσοπρόθεσμου,
του Συμφώνου για το ευρώ και, πολύ περισσότερο, η αποχώρηση από το ευρώ και την
ΕΕ μόνο με τη δύναμη αυτή της πάλης
μπορούν να επιβληθούν κι όχι με κοινοβουλευτικές διαδικασίες.
Ισχυρίζομαι,
όμως ότι το κόστος της παραμονής εντός ευρώ και ΕΕ είναι ασύλληπτα μεγαλύτερο
από το κόστος της εξόδου. Το πρώτο το ξέρουμε, το ζούμε και θα το ζούμε για
πολλά χρόνια, αν δεν ανατρέψουμε την πολιτική τους. Το δεύτερο είναι άγνωστο
και, παρότι η κυρίαρχη προπαγάνδα το υπερβάλλει (λέγονυας ότι δεν θα πληρωθούν
μισθοί και συντάξεις, θα ισχυροποιηθούν οι ΗΠΑ, θα γλινει πόλεμος, θα μας
επιτεθεί η Τουρκία – κι άλλα τέτοια), δεν μπορεί να συγκριθεί με τις ολέθριες
συνέπειες που έχει για τους εργαζόμενους η ασκούμενη πολιτική. Επιπλέον, το
κόστος της παραμονής είναι μακρόχρονο, διαρκές, ενώ το κόστος της εξόδου θα
είναι πρόσκαιρο.
Μια
έξοδος από το ευρώ και την ΕΕ, σε συνδυασμό με τη στάση πληρωμών και τον
επανέλεγχο του εθνικού νομίσματος και των τραπεζών, θα άλλαζε ριζικά την
κατάσταση υπέρ των εργαζομένων. Τα κεφάλαια που θα χρειαστούν και δεν θα δοθούν
από την ΕΕ και το ΔΝΤ, μπορούν να βρεθούν από τη μη πληρωμή των τοκοχρεολυσίων
(που υπερβαίνουν τις δαπάνες του προϋπολογισμού για μισθούς και συντάξεις), από
τα 600 δις των κεφαλαιούχων που βρίσκονται στις ελβετικές τράπεζες, από τη
φορολόγηση του κεφαλαίου, από την εθνικοποίηση των τραπεζών, από τη δήμευση της
εκκλησιαστικής και μοναστηριακής περιουσίας, από τη δραστική μείωση των
εξοπλιστικών δαπανών και –επιτέλους, βρε αδελφέ, δεν χάθηκαν στον πλανήτη οι
πέραν της ΕΕ και του ΔΝΤ πιστωτές.
Επιπλέον,
η άσκηση εθνικής νομισματικής πολιτικής θα οδηγήσει σε νέο εθνικό νόμισμα, που
πιθανότατα θα υποτιμηθεί. Αυτό στις σημερινές συνθήκες θα αυξήσει τη ζήτηση για
εγχώρια προϊόντα και θα μειώσει την κατανάλωση εισαγόμενων. Θα τονωθεί η
παραγωγή, θα βελτιωθεί το εμπορικό ισοζύγιο, θα αυξηθεί η κατανάλωση. Για όσα
προϊόντα δεν παράγονται στη χώρα και λόγω της υποτίμησης θα αυξηθεί η τιμή
τους, θα μπορεί το κράτος να εφαρμόσει το μέτρο της διατίμησης ή και να μειώσει
τη φορολογία για όσα είναι πρώτης ανάγκης ( π.χ. βενζίνη).
Σε
κάθε περίπτωση, η υποτίμηση του εθνικού νομίσματος δεν θα είναι σαρωτική, καθώς
η αποχώρηση της Ελλάδας από την ευρωζώνη θα «τραυματίσει» το ευρώ, που πιθανά
θα αρχίσει να κατρακυλάει στις διεθνείς αγορές. Επιπλέον, η υποτίμηση αυτή δεν
θα οδηγήσει σε άνοδο του πληθωρισμού, τέτοια που να εξαφανίσει το όφελος της
υποτίμησης. Κι αυτό γιατί η υποτίμηση εξατμίζεται σε βάθος χρόνου κι όχι άμεσα,
και κάνει χρόνια για να μετακυλιστεί στις τιμές. Η τελευταία υποτίμηση της
κυβέρνησης Σημίτη (1998) κατά 15%, δημιούργησε, τον πρώτο χρόνο, πληθωριστικό
κύμα 1,2%, που έβαινε μειούμενο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου