Όλες οι κοινωνικές σχέσεις, όλοι οι κοινωνικοί δεσμοί μας, εδραιώνονται μέσα από κενές χειρονομίες. Έτσι λύνεται το λογικό παράδοξο της διαδικασίας στην οποία μπαίνει ο λύκος προκειμένου να ξεσκίσει το αρνί. Με όλη του την επιχειρηματολογία, ο κοινωνικοποιημένος λύκος επιζητεί μια δικαίωση για την πράξη που πρόκειται, ούτως ή άλλως, να κάνει
Του Παναγιώτη
Μάρκου
Πρώτα, τι είναι ρητορική
Αυτό το ερώτημα θα προσπαθήσω να απαντήσω στην συνέχεια με αυτά που θα γράψω.
Γιατί, ρητορική της κατάχρησης
Τέτοιες «κενές χειρονομίες» συναντούμε πολύ συχνά στην καθημερινή μας ζωή και στους κώδικες συμπεριφοράς που μας διέπουν.
Πώς θα εξηγήσουμε, λοιπόν, αυτές τις «κενές χειρονομίες»;
Μήπως αυτό σημαίνει ότι τα ανθρώπινα άτομα, είμαστε απλά επιφαινόμενα, σκιές χωρίς δύναμη πραγματικά δική μας; Μήπως η αντίληψη που έχουμε για τους εαυτούς μας, ότι δηλαδή είμαστε αυτόνομοι δρώντες οργανισμοί, αποτελεί κάποιου είδους ψευδαίσθηση την οποία έχουμε επειδή χρησιμοποιούμε τον εγκέφαλο μας; Μήπως είναι αυτή η ψευδαίσθηση που μας εμποδίζει να δούμε ότι είμαστε εργαλεία στα χέρια αυτής της συμβολικής τάξης –αυτού του «μεγάλου Άλλου» όπως θα τον ονομάσουμε στην συνέχεια– η οποία «τάξη» είναι κρυμμένη πίσω από την οθόνη, που κινεί τα νήματα;
Ναι, καταρχήν. Αλλά αυτό το απλουστευτικό σχήμα δεν φανερώνει αρκετές από τις ιδιότητες αυτού του λεγόμενου «μεγάλου Άλλου». Γι αυτό θα εξακολουθήσω για λίγο ακόμα τις εξηγήσεις μου.
Η πραγματικότητα των ανθρώπων συγκροτείται μέσα από 3 επίπεδα: Το Συμβολικό, το Φαντασιακό και το Πραγματικό. Αυτή η τριάδα μπορεί να αναπαρασταθεί πολύ καλά με το σκάκι. Ας φανταστούμε λοιπόν, μια σκακιέρα με όλα τα πιόνια τοποθετημένα στην θέση τους. Ας φανταστούμε ότι μορφολογικά όλα τα πιόνια είναι ίδια. Όμως πώς θα ξεχωρίζαμε τον ίππο από τον πύργο; Προφανώς από τον τρόπο κίνησης ή καλύτερα, από τον τρόπο που οι κανόνες του παιχνιδιού «επιβάλλουν» τις κινήσεις του ίππου σε διάκριση από εκείνες του πύργου. Ομοίως θα συνέβαινε και με τα υπόλοιπα πιόνια. Ο τρόπος της κίνησης λοιπόν, θα συμβόλιζε και το αντίστοιχο πιόνι. Αυτό είναι το Συμβολικό επίπεδο. Αυτό το επίπεδο διακρίνεται από το Φαντασιακό επίπεδο που σχετίζεται με τη μορφή και τα ονόματα που χαρακτηρίζουν τα διάφορα πιόνια (Βασιλιάς, Βασίλισσα, Πύργος, Ίππος κ.λπ.). Επίσης θα ήταν πολύ εύκολο να φανταστούμε το ίδιο παιχνίδι (ίδιους κανόνες, πάει να πει) με άλλα ονόματα και σύμβολα, όπως άλλωστε συνέβη όταν εφευρέθηκε το παιχνίδι στην Περσία, από ένα βραχμανό αυλικό στην αυλή του Σάχη, ονόματι Σίσσα, ο οποίος στη θέση των ίππων είχε τοποθετήσει ελέφαντες.
Τέλος, το Πραγματικό επίπεδο είναι το σύνολο των τυχαίων συγκυριών που επηρεάζουν τη ροή μιας παρτίδας: η ευφυΐα των παικτών, οι απρόβλεπτες παρεμβολές που μπορεί να διασπάσουν την προσοχή των παικτών, ενδεχόμενες αδιαθεσίες των παικτών κατά τη διάρκεια της παρτίδας και άλλα τινά.
Ο μεγάλος Άλλος, στον οποίο αναφέρθηκα, λειτουργεί σε συμβολικό επίπεδο. Τι αποτελεί αυτή την συμβολική τάξη;
Όταν μιλάμε (ή ακόμα και όταν ακούμε), δεν επικοινωνούμε απλά με τους άλλους. Με τη γλώσσα που χρησιμοποιούμε αποδεχόμαστε και βασιζόμαστε σε ένα δίκτυο κανόνων και προϋποθέσεων.
Καταρχήν, υπάρχουν οι γραμματικοί κανόνες, τους οποίους πρέπει να μάθω να χειρίζομαι τυπικά και αυθόρμητα: αν έπρεπε διαρκώς να τους έχω κατά νου, τότε η ομιλία μου θα ήταν προβληματική.
Στην συνέχεια, υπάρχει η συμμετοχή μου σε ένα σύμπαν κοινών βιωμάτων, που επιτρέπει σε μένα και στο συνομιλητή μου να καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλον. Οι κανόνες που ακολουθώ σημαδεύονται από ένα βαθύ διχασμό: υπάρχουν κανόνες (και σημασίες) που ακολουθώ ασυναίσθητα, από συνήθεια, αλλά τους οποίους αν κάτσω να σκεφτώ μπορώ να τους συνειδητοποιήσω, σε κάποιο βαθμό τουλάχιστον (όπως οι κοινοί γραμματικοί κανόνες). Υπάρχουν κανόνες και σημασίες που ακολουθώ, σημασίες που με στοιχειώνουν, εν αγνοία μου (όπως οι ασυνείδητες απαγορεύσεις). Τέλος, υπάρχουν κανόνες και σημασίες που γνωρίζω, αλλά που πρέπει να παριστάνω ότι αγνοώ – βρόμικοι ή χυδαίοι υπαινιγμοί που τους αποσιωπώ, για να κρατήσω τα προσχήματα.
Αυτό το συμβολικό σύμπαν λειτουργεί ως μέτρο βάσει του οποίου μπορώ να μετρήσω τον εαυτό μου. Να γιατί ο μεγάλος Άλλος, συχνά, αποκτά «σάρκα και οστά» (υπόσταση, πάει να πει) ή προσωποποιείται στη μορφή ενός μοναδικού φορέα: ο Θεός που με βλέπει από ψηλά ή ο Σκοπός στον οποίο είμαι ταγμένος (η Ελευθερία, το Έθνος, η Ανθρωπότητα, το Προλεταριάτο, ο Κομουνισμός κ.λπ.). Όταν μιλώ, δεν είμαι ποτέ απλώς ένα άτομο, ένα ανθρώπινο ον που επικοινωνεί με άλλα ανθρώπινα όντα, με άλλα ανθρώπινα άτομα: ο μεγάλος Άλλος είναι πάντα παρών.
Όμως, παρότι έχει θεμελιακή δύναμη, ο μεγάλος Άλλος είναι εύθραυστος και εικονικός. Υπάρχει υποκειμενικά για τον καθένα μας και είναι εκεί, μόνο στο βαθμό που τα υποκείμενα (οι άνθρωποι δηλαδή) ενεργούν σαν να υπήρχε. Το καθεστώς που επιβάλλει είναι ανάλογο μιας ιδεολογικής αρχής όπως είναι ο Κομουνισμός, το Έθνος ή η Πατρίδα: αποκτά ουσία για τα άτομα που αναγνωρίζουν τους εαυτούς τους σε αυτήν την ουσία. Αποτελεί το θεμέλιο της ύπαρξης τους καθώς και το σημείο αναφοράς τους. Για χάρη του τα άτομα μπορούν να δώσουν ακόμα και τη ζωή τους.
Επομένως, η ουσία αυτή υπάρχει, έχει υπόσταση μόνο στο βαθμό που τα ανθρώπινα άτομα πιστεύουν σε αυτήν και ενεργούν ανάλογα.
Έτσι, όταν αναφέρομαι στις απόψεις των άλλων, δεν αναφέρομαι μόνο σε αυτό που εγώ ή οι άλλοι πιστεύουν, αλλά επίσης αναφέρομαι και σε αυτό που ο απρόσωπος κάποιος πιστεύει. Όταν παραβιάζω κάποιον κανόνα καλής συμπεριφοράς, δεν κάνω ποτέ απλώς και μόνο κάτι που η πλειονότητα των άλλων δεν κάνει – κάνω κάτι που ο απρόσωπος κάποιος δεν κάνει.
Αυτός ο μεγάλος Άλλος ή αλλιώς, η συμβολική τάξη, αναδύεται μέσα από τη γλώσσα. Τη στιγμή που οι άνθρωποι αποκτούν τη γλώσσα, από την στιγμή αυτή και μετά «άρχεται η βασιλεία» του μεγάλου Άλλου. Η γλώσσα είναι ένα δώρο για τον άνθρωπο. Ένα δώρο τόσο επικίνδυνο όσο ο Δούρειος Ίππος για τους Τρώες: μας προσφέρεται μεν δωρεάν, αλλά από τη στιγμή που θα το δεχτούμε μας εποικίζει.
Το πιο στοιχειώδες επίπεδο της συμβολικής ανταλλαγής, μιας ανταλλαγής ανάμεσα στο μεγάλο μου Άλλο και σε μένα, είναι αυτό που ονόμασα κενή χειρονομία. Όλες οι κοινωνικές σχέσεις, όλοι οι κοινωνικοί δεσμοί μας, εδραιώνονται μέσα από κενές χειρονομίες. Έτσι λύνεται το λογικό παράδοξο της διαδικασίας στην οποία μπαίνει ο λύκος προκειμένου να ξεσκίσει το αρνί. Με όλη του την επιχειρηματολογία ο κοινωνικοποιημένος λύκος επιζητεί μια δικαίωση για την πράξη που πρόκειται, ούτως ή άλλως, να κάνει. Αυτήν τη δικαίωση τη ζητά από τον μεγάλο του Άλλο. Αυτός ο Άλλος (του λύκου) είναι παρών, είναι το Τρίτο πρόσωπο που υπάρχει εκτός από τον λύκο και το θύμα του. Με αυτόν συνδιαλέγεται, στην ουσία ο λύκος μας και όχι με το αρνί. Η χειρονομία βέβαια, είναι κενή ως προς εμάς, τους λογικούς, που ήμαστε και παραμένουμε παρατηρητές της κατάστασης. Για το λύκο όμως, ως δρών υποκείμενο που είναι, δεν είναι διόλου κενή.
Να λοιπόν, γιατί οι εκάστοτε καταχραστές της θέσης που κατέχουν (της εξουσίας, πάει να πει) έχουν ανάγκη μιας ρητορικής που να τους δικαιώνει.
Και εδώ, λίγο πριν το τέλος αναρωτιέμαι: οι νεόκοποι καταχραστές της λεγόμενης Τρόικας (όρος που έγινε γνωστός στους Έλληνες τον τελευταίο καιρό) επιζητούν, αλήθεια, κάποια δικαίωση για το πήδημα στο οποίο υποβάλλουν τους Έλληνες πολίτες εδώ και ένα περίπου χρόνο; Έχουν κάποιο μεγάλο Άλλο; Και αν ναι, ο Παπανδρέου ο Τρίτος, τον έλαβε υπόψη του στις συναλλαγές που έκανε μαζί τους πριν υπογράψει το μνημόνιο του;
Έτσι, μια ερώτηση κάνω…
πηγή : Rednotebook
Πρώτα, τι είναι ρητορική
Δεν ξέρω αν αξίζει τον κόπο να σας πω αυτό που θέλω να πω, επειδή γνωρίζω
πολύ καλά ότι απευθύνομαι σε ένα τσούρμο ηλίθιους που έχουν κενό αέρος στο
κεφάλι τους, και ως εκ τούτου δεν διαδίδεται ο ήχος στο κενό - αυτός είναι ο
μοναδικός λόγος για τον οποίο ό, τι ακούσουν από το ένα αυτί δεν θα βγει από το
άλλο!
Σας αρέσει αυτή η εισαγωγή; Πρόκειται για μια περίπτωση ρητορικού σχήματος
που
έμεινε γνωστό στην ιστορία της ρητορικής τέχνης με την επωνυμία Τρόπος του να κερδίζεις την αντι-πάθεια (“Captatio malevolentiae”). Με άλλα λόγια, η χρήση αυτού του σχήματος αποσκοπεί στο να καταστήσει το ακροατήριο εχθρικό και να το προδιαθέσει άσχημα προς τον συνομιλητή.
έμεινε γνωστό στην ιστορία της ρητορικής τέχνης με την επωνυμία Τρόπος του να κερδίζεις την αντι-πάθεια (“Captatio malevolentiae”). Με άλλα λόγια, η χρήση αυτού του σχήματος αποσκοπεί στο να καταστήσει το ακροατήριο εχθρικό και να το προδιαθέσει άσχημα προς τον συνομιλητή.
Βεβαίως, όλα θα ήταν αλλιώς αν είχα κάνει την ακόλουθη εισαγωγή: «Δεν ξέρω
αν αξίζει τον κόπο να σας πω αυτό που θέλω να πω, επειδή γνωρίζω πολύ καλά ότι
απευθύνομαι σε ένα τσούρμο ηλίθιους που έχουν κενό αέρος στο κεφάλι τους, και ως
εκ τούτου δεν διαδίδεται ο ήχος στο κενό, και αυτός είναι ο μοναδικός λόγος για
τον οποίο ό,τι ακούσουν από το ένα αυτί δεν θα βγει από το άλλο. Mιλώ μόνο από
σεβασμό για εκείνους τους δύο – τρεις σ’ αυτή την αίθουσα που δεν ανήκουν στην
πλειοψηφία των ηλιθίων». Αυτή είναι μια περίπτωση (έστω και ακραία επικίνδυνη)
που έμεινε στην ιστορία της ρητορικής τέχνης με την επωνυμία Τρόπος του να κερδίζεις τη συμπάθεια (“Captatio
benevolentiae”). Αυτό διότι καθένας σας θα πείθονταν αυτομάτως ότι ανήκει
σε αυτούς τους δύο ή τρεις εκλεκτούς του ακροατηρίου και, κοιτάζοντας
περιφρονητικά τους υπόλοιπους, θα με παρακολουθούσε με τρυφερή συνενοχή. Με άλλα
λόγια, η χρήση αυτού του ρητορικού σχήματος αποσκοπεί στο να κατακτάς αμέσως την
συμπάθεια του συνομιλητή.
Έτσι, αν ένας δάσκαλος ισχυρισθεί στην αίθουσα, απευθυνόμενος προς τους
μαθητές του: «οι μισοί από σας είναι
ηλίθιοι», τότε αυτός ο ισχυρισμός μπορεί να χαρακτηρισθεί ως Τρόπος του να κερδίζεις την αντιπάθεια. Ως εκ
τούτου ένας, θιγμένος από την δήλωση, μαθητής μπορεί να σηκωθεί από την θέση του
και με επιτακτικό ύφος μπορεί να απαιτήσει: «Κύριε καθηγητά, νιώθω προσβεβλημένος με τη δήλωση
σας, απαιτώ να την ανακαλέσετε…». Τότε ο δάσκαλος μπορεί να βγει από την
δύσκολη θέση απαντώντας: «Εντάξει,
εντάξει…ανακαλώ την δήλωση. Οι μισοί από σας δεν είστε ηλίθιοι…!» (Τρόπος του να
κερδίζεις τη συμπάθεια).
Άλλες συνηθισμένες μορφές του σχήματος
Τρόπος του να κερδίζεις την συμπάθεια είναι οι διατυπώσεις «Είναι τιμή
μου να μιλώ …» ή «Όπως σίγουρα
γνωρίζετε…» ή «Η πολύ ενδιαφέρουσα άποψη
σας…» και άλλα πολλά.
Η Ρητορική, λοιπόν, είναι μια τεχνική της πειθούς. Πρέπει να γνωρίζουμε ότι
η πειθώ δεν είναι κακό πράγμα, παρόλο που μπορείς να πείσεις τον συνομιλητή σου
με αξιόμεμπτα τεχνάσματα να κάνει κάτι ενάντια στο συμφέρον του και στις
επιθυμίες του. Ο λόγος που μελετήθηκε, αναπτύχθηκε και υπάρχει είναι ότι
υπάρχουν πολύ λίγα πράγματα για τα οποία μπορείς να πείσεις το ακροατήριο σου με
αποδεικτικούς συλλογισμούς.
Για παράδειγμα, αν καθορισθεί το τι είναι μια γωνία, μια πλευρά, ένα
εμβαδόν, ένα τρίγωνο, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει το Πυθαγόρειο Θεώρημα.
Αλλά στην καθημερινή ζωή συζητάμε για πράγματα για τα οποία υπάρχουν
διαφορετικές αισθήσεις, γνώμες και απόψεις.
Στη συνέχεια, η Ρητορική της Κατάχρησης
Η ρητορική του Τρόπου να κερδίζεις την συμπάθεια έχει ως στόχο να αποσπάσει τη συναίνεση του ακροατηρίου. Έτσι, αποτελεί μια τεχνική που μπορεί να ανθίσει μόνο σε δημοκρατικές και ελεύθερες κοινωνίες. Αν μπορώ να επιβάλλω κάτι δια της βίας δεν έχω ανάγκη από τη συναίνεση. Υπάρχουν κουλτούρες, χώρες όπου η εξουσία βασίζεται στη συναίνεση και σε αυτές χρησιμοποιείται η τεχνική της πειθούς. Υπάρχουν, όμως, και οι αντίστοιχες δεσποτικές όπου ισχύει μόνο ο νόμος της βίας και της κατάχρησης και εκεί δεν χρειάζεται να πείσεις κανέναν. Αλλά τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Γι’ αυτό θα μιλήσω τώρα για τη ρητορική της κατάχρησης.
Αν, όπως λέει το λεξικό, καταχρώμαι σημαίνει «χρησιμοποιώ τη δύναμή μου για να αντλήσω οφέλη ενάντια στο συμφέρον του θύματος» και «δρω ενάντια στην εντιμότητα ξεπερνώντας τα όρια του θεμιτού», πολύ συχνά αυτός που καταχράται, ξέροντας ότι καταχράται, θέλει κατά κάποιον τρόπο να νομιμοποιήσει την κίνησή του, και τέλος να αποσπάσει τη συναίνεση από την πλευρά αυτού που υφίσταται την κατάχρηση ή, στη χειρότερη περίπτωση, να βρει κάποιον που είναι διατεθειμένος να δικαιώσει αυτή του την κίνηση. Μπορεί λοιπόν κάποιος να καταχράται και να χρησιμοποιεί ρητορικά τεχνάσματα -επιχειρήματα για να δικαιώσει την κατάχρηση της εξουσίας του.
Ένα από τα κλασσικά παραδείγματα ψευδορητορικής της κατάχρησης, μας δίδεται από το μύθο του λύκου και του αρνιού στον Φαίδρο του Πλάτωνα:
Ο λύκος και το αρνί διψάσανε και φτάσανε στην ίδια όχθη. Ψηλότερα στεκότανε ο λύκος, πολύ πιο χαμηλά το αρνί. Τότε, σπρωγμένος από την ξέφρενη λαιμαργία του, ο λύκος έψαχνε τρόπο να καυγαδίσει.
«Γιατί», του ρίχτηκε, «μου θόλωσες το νερό που έπινα;».
Τότε το αρνί του απαντά κατατρομαγμένο:
«Με συγχωρείς λύκε, πως μπορεί να έκανα εγώ αυτό που με κατηγορείς; Από σένα κατεβαίνει το νερό που πίνω».
Στη συνέχεια, η Ρητορική της Κατάχρησης
Η ρητορική του Τρόπου να κερδίζεις την συμπάθεια έχει ως στόχο να αποσπάσει τη συναίνεση του ακροατηρίου. Έτσι, αποτελεί μια τεχνική που μπορεί να ανθίσει μόνο σε δημοκρατικές και ελεύθερες κοινωνίες. Αν μπορώ να επιβάλλω κάτι δια της βίας δεν έχω ανάγκη από τη συναίνεση. Υπάρχουν κουλτούρες, χώρες όπου η εξουσία βασίζεται στη συναίνεση και σε αυτές χρησιμοποιείται η τεχνική της πειθούς. Υπάρχουν, όμως, και οι αντίστοιχες δεσποτικές όπου ισχύει μόνο ο νόμος της βίας και της κατάχρησης και εκεί δεν χρειάζεται να πείσεις κανέναν. Αλλά τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Γι’ αυτό θα μιλήσω τώρα για τη ρητορική της κατάχρησης.
Αν, όπως λέει το λεξικό, καταχρώμαι σημαίνει «χρησιμοποιώ τη δύναμή μου για να αντλήσω οφέλη ενάντια στο συμφέρον του θύματος» και «δρω ενάντια στην εντιμότητα ξεπερνώντας τα όρια του θεμιτού», πολύ συχνά αυτός που καταχράται, ξέροντας ότι καταχράται, θέλει κατά κάποιον τρόπο να νομιμοποιήσει την κίνησή του, και τέλος να αποσπάσει τη συναίνεση από την πλευρά αυτού που υφίσταται την κατάχρηση ή, στη χειρότερη περίπτωση, να βρει κάποιον που είναι διατεθειμένος να δικαιώσει αυτή του την κίνηση. Μπορεί λοιπόν κάποιος να καταχράται και να χρησιμοποιεί ρητορικά τεχνάσματα -επιχειρήματα για να δικαιώσει την κατάχρηση της εξουσίας του.
Ένα από τα κλασσικά παραδείγματα ψευδορητορικής της κατάχρησης, μας δίδεται από το μύθο του λύκου και του αρνιού στον Φαίδρο του Πλάτωνα:
Ο λύκος και το αρνί διψάσανε και φτάσανε στην ίδια όχθη. Ψηλότερα στεκότανε ο λύκος, πολύ πιο χαμηλά το αρνί. Τότε, σπρωγμένος από την ξέφρενη λαιμαργία του, ο λύκος έψαχνε τρόπο να καυγαδίσει.
«Γιατί», του ρίχτηκε, «μου θόλωσες το νερό που έπινα;».
Τότε το αρνί του απαντά κατατρομαγμένο:
«Με συγχωρείς λύκε, πως μπορεί να έκανα εγώ αυτό που με κατηγορείς; Από σένα κατεβαίνει το νερό που πίνω».
Όπως βλέπουμε, το αρνί δεν υπολείπεται οξυδέρκειας και ξέρει, μπροστά στην
αδύναμη επιχειρηματολογία του λύκου, τον τρόπο να την αντικρούσει. Στηρίζεται
στην άποψη που κάθε λογικός θα έβρισκε ως προφανή, ότι το νερό παρασέρνει
σκουπίδια από τα ψηλά προς τα χαμηλά και όχι αντιθέτως.
Αποστομωμένος από το αρνί, ο λύκος καταφεύγει σε ένα άλλο επιχείρημα:
Μια ακόμα ωραία κίνηση από την μεριά του αρνιού, στην οποία ο λύκος απαντάει αλλάζοντας πάλι δικαιολογία:
«Ο πατέρας σου, μα τον Ηρακλή, με κακολογούσε και με έβριζε…».
Και με αυτά τα λόγια, ο λύκος αρπάζει το αρνί και, ενάντια σε κάθε δίκιο, το ξεσκίζει. Αυτός ο μύθος αφιερώνεται σε όποιον επινοεί προφάσεις για να καταπιέσει τους αθώους.
Ο μύθος μάς λέει δύο πράγματα. Ότι όποιος καταχράται προσπαθεί πάνω από όλα να δικαιωθεί. Αν η δικαίωση καταρριφθεί, αντιπαραθέτει στη ρητορική το μη-επιχείρημα της δύναμης. Ο μύθος δεν εξιστορεί κάτι το εξωπραγματικό. Στις μέρες που ζούμε άλλωστε, γνωρίζετε ότι όχι μόνο είναι απολύτως πραγματικός μα και επίκαιρος.
Εκείνο όμως, που δεν μας λέει ο μύθος είναι γιατί ο καταχραστής έχει ανάγκη δικαίωσης. Γιατί επιστρατεύει τη ρητορική της κατάχρησης προκειμένου να αποκτήσει δικαίωση η πράξη του αφού διαθέτει την εξουσία ή τη δύναμη να επιτελέσει την πράξη της κατάχρησης;
Αποστομωμένος από το αρνί, ο λύκος καταφεύγει σε ένα άλλο επιχείρημα:
«Μιλείς λες
και δεν γνωρίζω ότι πάνε έξι μήνες που με κακολογείς και με
βρίζεις…».
Και το αρνί απαντά:
«Μα εγώ είμαι τριών μηνών αρνί, πριν από έξι μήνες ούτε καν είχα γεννηθεί».
Και το αρνί απαντά:
«Μα εγώ είμαι τριών μηνών αρνί, πριν από έξι μήνες ούτε καν είχα γεννηθεί».
Μια ακόμα ωραία κίνηση από την μεριά του αρνιού, στην οποία ο λύκος απαντάει αλλάζοντας πάλι δικαιολογία:
«Ο πατέρας σου, μα τον Ηρακλή, με κακολογούσε και με έβριζε…».
Και με αυτά τα λόγια, ο λύκος αρπάζει το αρνί και, ενάντια σε κάθε δίκιο, το ξεσκίζει. Αυτός ο μύθος αφιερώνεται σε όποιον επινοεί προφάσεις για να καταπιέσει τους αθώους.
Ο μύθος μάς λέει δύο πράγματα. Ότι όποιος καταχράται προσπαθεί πάνω από όλα να δικαιωθεί. Αν η δικαίωση καταρριφθεί, αντιπαραθέτει στη ρητορική το μη-επιχείρημα της δύναμης. Ο μύθος δεν εξιστορεί κάτι το εξωπραγματικό. Στις μέρες που ζούμε άλλωστε, γνωρίζετε ότι όχι μόνο είναι απολύτως πραγματικός μα και επίκαιρος.
Εκείνο όμως, που δεν μας λέει ο μύθος είναι γιατί ο καταχραστής έχει ανάγκη δικαίωσης. Γιατί επιστρατεύει τη ρητορική της κατάχρησης προκειμένου να αποκτήσει δικαίωση η πράξη του αφού διαθέτει την εξουσία ή τη δύναμη να επιτελέσει την πράξη της κατάχρησης;
Αυτό το ερώτημα θα προσπαθήσω να απαντήσω στην συνέχεια με αυτά που θα γράψω.
Γιατί, ρητορική της κατάχρησης
Πρώτα – πρώτα πρέπει να είναι σαφές ότι η διαδικασία που ακολουθεί ο λύκος
(να συνδιαλέ-γεται με το αρνί στη βάση μιας επιχειρηματολογίας) είναι μια
διαδικασία που, από λογικής απόψεως, στερείται νοήματος αφού στην ίδια κατάληξη
θα μπορούσε να φθάσει (ξέσκισμα του αρνιού) χωρίς να υποβάλλει τον εαυτό του σε
αυτήν την ταλαιπωρία. Πρόκειται λοιπόν, για μια, όπως θα την ονομάσω, «κενή χειρονομία». Μια τέτοια χειρονομία
επίσης, περιγράφει ο Μπρεχτ στο έργο του Jasager, όπου ένα αγόρι καλείται να συναινέσει
ελεύθερα σε αυτό που, ούτως ή άλλως, θα είναι η μοίρα του, δηλαδή να το ρίξουν
από τον γκρεμό. Όπως του εξηγεί ο δάσκαλος του, συνηθίζεται να ρωτούν το θύμα αν
συμφωνεί με την μοίρα του, και συνηθίζεται επίσης το θύμα να απαντά
καταφατικά.
Τέτοιες «κενές χειρονομίες» συναντούμε πολύ συχνά στην καθημερινή μας ζωή και στους κώδικες συμπεριφοράς που μας διέπουν.
Πώς θα εξηγήσουμε, λοιπόν, αυτές τις «κενές χειρονομίες»;
Για κάθε ομιλούν ον, η συμβολική τάξη, ο άγραφος νόμος της κοινωνίας, είναι
η δεύτερη φύση του. Αυτή η τάξη ή, αν προτιμάτε, αυτός ο άγραφος νόμος είναι
εδώ, ελέγχει και κατευθύνει τις πράξεις μας. Είναι σαν όλοι εμείς, τα υποκείμενα
της γλώσσας, να μιλάμε και να επιδρούμε ο ένας στον άλλον σαν μαριονέτες. Τα
νήματα της ομιλίας, των δράσεων και των κινήσεών μας τα κινεί κάποια
ακατανόμαστη δύναμη, πανταχού παρούσα.
Μήπως αυτό σημαίνει ότι τα ανθρώπινα άτομα, είμαστε απλά επιφαινόμενα, σκιές χωρίς δύναμη πραγματικά δική μας; Μήπως η αντίληψη που έχουμε για τους εαυτούς μας, ότι δηλαδή είμαστε αυτόνομοι δρώντες οργανισμοί, αποτελεί κάποιου είδους ψευδαίσθηση την οποία έχουμε επειδή χρησιμοποιούμε τον εγκέφαλο μας; Μήπως είναι αυτή η ψευδαίσθηση που μας εμποδίζει να δούμε ότι είμαστε εργαλεία στα χέρια αυτής της συμβολικής τάξης –αυτού του «μεγάλου Άλλου» όπως θα τον ονομάσουμε στην συνέχεια– η οποία «τάξη» είναι κρυμμένη πίσω από την οθόνη, που κινεί τα νήματα;
Ναι, καταρχήν. Αλλά αυτό το απλουστευτικό σχήμα δεν φανερώνει αρκετές από τις ιδιότητες αυτού του λεγόμενου «μεγάλου Άλλου». Γι αυτό θα εξακολουθήσω για λίγο ακόμα τις εξηγήσεις μου.
Η πραγματικότητα των ανθρώπων συγκροτείται μέσα από 3 επίπεδα: Το Συμβολικό, το Φαντασιακό και το Πραγματικό. Αυτή η τριάδα μπορεί να αναπαρασταθεί πολύ καλά με το σκάκι. Ας φανταστούμε λοιπόν, μια σκακιέρα με όλα τα πιόνια τοποθετημένα στην θέση τους. Ας φανταστούμε ότι μορφολογικά όλα τα πιόνια είναι ίδια. Όμως πώς θα ξεχωρίζαμε τον ίππο από τον πύργο; Προφανώς από τον τρόπο κίνησης ή καλύτερα, από τον τρόπο που οι κανόνες του παιχνιδιού «επιβάλλουν» τις κινήσεις του ίππου σε διάκριση από εκείνες του πύργου. Ομοίως θα συνέβαινε και με τα υπόλοιπα πιόνια. Ο τρόπος της κίνησης λοιπόν, θα συμβόλιζε και το αντίστοιχο πιόνι. Αυτό είναι το Συμβολικό επίπεδο. Αυτό το επίπεδο διακρίνεται από το Φαντασιακό επίπεδο που σχετίζεται με τη μορφή και τα ονόματα που χαρακτηρίζουν τα διάφορα πιόνια (Βασιλιάς, Βασίλισσα, Πύργος, Ίππος κ.λπ.). Επίσης θα ήταν πολύ εύκολο να φανταστούμε το ίδιο παιχνίδι (ίδιους κανόνες, πάει να πει) με άλλα ονόματα και σύμβολα, όπως άλλωστε συνέβη όταν εφευρέθηκε το παιχνίδι στην Περσία, από ένα βραχμανό αυλικό στην αυλή του Σάχη, ονόματι Σίσσα, ο οποίος στη θέση των ίππων είχε τοποθετήσει ελέφαντες.
Τέλος, το Πραγματικό επίπεδο είναι το σύνολο των τυχαίων συγκυριών που επηρεάζουν τη ροή μιας παρτίδας: η ευφυΐα των παικτών, οι απρόβλεπτες παρεμβολές που μπορεί να διασπάσουν την προσοχή των παικτών, ενδεχόμενες αδιαθεσίες των παικτών κατά τη διάρκεια της παρτίδας και άλλα τινά.
Ο μεγάλος Άλλος, στον οποίο αναφέρθηκα, λειτουργεί σε συμβολικό επίπεδο. Τι αποτελεί αυτή την συμβολική τάξη;
Όταν μιλάμε (ή ακόμα και όταν ακούμε), δεν επικοινωνούμε απλά με τους άλλους. Με τη γλώσσα που χρησιμοποιούμε αποδεχόμαστε και βασιζόμαστε σε ένα δίκτυο κανόνων και προϋποθέσεων.
Καταρχήν, υπάρχουν οι γραμματικοί κανόνες, τους οποίους πρέπει να μάθω να χειρίζομαι τυπικά και αυθόρμητα: αν έπρεπε διαρκώς να τους έχω κατά νου, τότε η ομιλία μου θα ήταν προβληματική.
Στην συνέχεια, υπάρχει η συμμετοχή μου σε ένα σύμπαν κοινών βιωμάτων, που επιτρέπει σε μένα και στο συνομιλητή μου να καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλον. Οι κανόνες που ακολουθώ σημαδεύονται από ένα βαθύ διχασμό: υπάρχουν κανόνες (και σημασίες) που ακολουθώ ασυναίσθητα, από συνήθεια, αλλά τους οποίους αν κάτσω να σκεφτώ μπορώ να τους συνειδητοποιήσω, σε κάποιο βαθμό τουλάχιστον (όπως οι κοινοί γραμματικοί κανόνες). Υπάρχουν κανόνες και σημασίες που ακολουθώ, σημασίες που με στοιχειώνουν, εν αγνοία μου (όπως οι ασυνείδητες απαγορεύσεις). Τέλος, υπάρχουν κανόνες και σημασίες που γνωρίζω, αλλά που πρέπει να παριστάνω ότι αγνοώ – βρόμικοι ή χυδαίοι υπαινιγμοί που τους αποσιωπώ, για να κρατήσω τα προσχήματα.
Αυτό το συμβολικό σύμπαν λειτουργεί ως μέτρο βάσει του οποίου μπορώ να μετρήσω τον εαυτό μου. Να γιατί ο μεγάλος Άλλος, συχνά, αποκτά «σάρκα και οστά» (υπόσταση, πάει να πει) ή προσωποποιείται στη μορφή ενός μοναδικού φορέα: ο Θεός που με βλέπει από ψηλά ή ο Σκοπός στον οποίο είμαι ταγμένος (η Ελευθερία, το Έθνος, η Ανθρωπότητα, το Προλεταριάτο, ο Κομουνισμός κ.λπ.). Όταν μιλώ, δεν είμαι ποτέ απλώς ένα άτομο, ένα ανθρώπινο ον που επικοινωνεί με άλλα ανθρώπινα όντα, με άλλα ανθρώπινα άτομα: ο μεγάλος Άλλος είναι πάντα παρών.
Όμως, παρότι έχει θεμελιακή δύναμη, ο μεγάλος Άλλος είναι εύθραυστος και εικονικός. Υπάρχει υποκειμενικά για τον καθένα μας και είναι εκεί, μόνο στο βαθμό που τα υποκείμενα (οι άνθρωποι δηλαδή) ενεργούν σαν να υπήρχε. Το καθεστώς που επιβάλλει είναι ανάλογο μιας ιδεολογικής αρχής όπως είναι ο Κομουνισμός, το Έθνος ή η Πατρίδα: αποκτά ουσία για τα άτομα που αναγνωρίζουν τους εαυτούς τους σε αυτήν την ουσία. Αποτελεί το θεμέλιο της ύπαρξης τους καθώς και το σημείο αναφοράς τους. Για χάρη του τα άτομα μπορούν να δώσουν ακόμα και τη ζωή τους.
Επομένως, η ουσία αυτή υπάρχει, έχει υπόσταση μόνο στο βαθμό που τα ανθρώπινα άτομα πιστεύουν σε αυτήν και ενεργούν ανάλογα.
Έτσι, όταν αναφέρομαι στις απόψεις των άλλων, δεν αναφέρομαι μόνο σε αυτό που εγώ ή οι άλλοι πιστεύουν, αλλά επίσης αναφέρομαι και σε αυτό που ο απρόσωπος κάποιος πιστεύει. Όταν παραβιάζω κάποιον κανόνα καλής συμπεριφοράς, δεν κάνω ποτέ απλώς και μόνο κάτι που η πλειονότητα των άλλων δεν κάνει – κάνω κάτι που ο απρόσωπος κάποιος δεν κάνει.
Αυτός ο μεγάλος Άλλος ή αλλιώς, η συμβολική τάξη, αναδύεται μέσα από τη γλώσσα. Τη στιγμή που οι άνθρωποι αποκτούν τη γλώσσα, από την στιγμή αυτή και μετά «άρχεται η βασιλεία» του μεγάλου Άλλου. Η γλώσσα είναι ένα δώρο για τον άνθρωπο. Ένα δώρο τόσο επικίνδυνο όσο ο Δούρειος Ίππος για τους Τρώες: μας προσφέρεται μεν δωρεάν, αλλά από τη στιγμή που θα το δεχτούμε μας εποικίζει.
Το πιο στοιχειώδες επίπεδο της συμβολικής ανταλλαγής, μιας ανταλλαγής ανάμεσα στο μεγάλο μου Άλλο και σε μένα, είναι αυτό που ονόμασα κενή χειρονομία. Όλες οι κοινωνικές σχέσεις, όλοι οι κοινωνικοί δεσμοί μας, εδραιώνονται μέσα από κενές χειρονομίες. Έτσι λύνεται το λογικό παράδοξο της διαδικασίας στην οποία μπαίνει ο λύκος προκειμένου να ξεσκίσει το αρνί. Με όλη του την επιχειρηματολογία ο κοινωνικοποιημένος λύκος επιζητεί μια δικαίωση για την πράξη που πρόκειται, ούτως ή άλλως, να κάνει. Αυτήν τη δικαίωση τη ζητά από τον μεγάλο του Άλλο. Αυτός ο Άλλος (του λύκου) είναι παρών, είναι το Τρίτο πρόσωπο που υπάρχει εκτός από τον λύκο και το θύμα του. Με αυτόν συνδιαλέγεται, στην ουσία ο λύκος μας και όχι με το αρνί. Η χειρονομία βέβαια, είναι κενή ως προς εμάς, τους λογικούς, που ήμαστε και παραμένουμε παρατηρητές της κατάστασης. Για το λύκο όμως, ως δρών υποκείμενο που είναι, δεν είναι διόλου κενή.
Να λοιπόν, γιατί οι εκάστοτε καταχραστές της θέσης που κατέχουν (της εξουσίας, πάει να πει) έχουν ανάγκη μιας ρητορικής που να τους δικαιώνει.
Και εδώ, λίγο πριν το τέλος αναρωτιέμαι: οι νεόκοποι καταχραστές της λεγόμενης Τρόικας (όρος που έγινε γνωστός στους Έλληνες τον τελευταίο καιρό) επιζητούν, αλήθεια, κάποια δικαίωση για το πήδημα στο οποίο υποβάλλουν τους Έλληνες πολίτες εδώ και ένα περίπου χρόνο; Έχουν κάποιο μεγάλο Άλλο; Και αν ναι, ο Παπανδρέου ο Τρίτος, τον έλαβε υπόψη του στις συναλλαγές που έκανε μαζί τους πριν υπογράψει το μνημόνιο του;
Έτσι, μια ερώτηση κάνω…
πηγή : Rednotebook
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου