Ανοιχτό βήμα ελεύθερης έκφρασης-
Εκδίδεται με ευθύνη της Εκπαιδευτικής Παρέμβασης
του Α’ Συλλόγου Αθηνών Εκπαιδευτικών Π.Ε.
Για τον Σάββα…
…Tον σύντροφο, τον συναγωνιστή, τον φίλο
Whish you where here…
How I wish, how I wish you were here.
We’re just two lost souls
Swimming in a fish bowl,
Year after year,
Running over the same old ground.
What have we found?
The same old fears.
Wish you were here…
Θα θέλαμε να ήταν εδώ μαζί μας…
Ο Σάββας μας…
Ο σύντροφος, ο φίλος, ο συναγωνιστής…
Ο Αντίλογος ήταν για τον Σάββα, από τα πράγματα που του έδιναν μεγάλη χαρά. Και ο Σάββας ήταν για τον Αντίλογο ένας από τους βασικούς δημιουργούς και συντελεστές του. Έγραφε κείμενα, σελιδοποιούσε, φωτοτυπούσε ατέλειωτες νύχτες και διένειμε τον Αντίλογο στα σχολεία. Έβγαζε και 10 κομμάτια για το χωριό. Και για τους συντρόφους στην Ξάνθη.
Τώρα όμως ο Σάββας δεν είναι εδώ πια…
Στον τύπο γράφτηκαν πολλά. Σε ιστοσελίδες διάφορων τυμβωρύχων δημοσιογράφων πολύ περισσότερα. Εμείς σιωπήσαμε.
Τώρα είναι η δική μας σειρά να μιλήσουμε. Απέναντι στην αδιακρισία της δημοσιογραφικής τυμβωρυχίας. Αλλά και με το βάρος ενός πλήθους συντρόφων και συναγωνιστών που θα ήθελαν ο Σάββας να είναι κάτι διαφορετικό από αυτό που πραγματικά ήταν.
Δεν θέλουμε να μαλώσουμε κανέναν. Αναμενόμενο είναι κανείς, σε αυτή τη δύσκολη κατάσταση που βιώνουμε όλοι –ες μας, να αναζητά μάρτυρες. Ανθρώπους που θα σηκώσουν στις δικές τους πλάτες τον σταυρό όλων μας. Που με τον χαμό τους θα ανοίξουν τους δρόμους που εμείς δεν μπορούμε να ανοίξουμε. Όμως όχι, εμείς αγωνιζόμαστε για τη ζωή και όχι για τον θάνατο.
Και όχι, ο Σάββας δεν ήταν ούτε μάρτυρας ούτε ήρωας. Ο Σάββας δεν πίστευε ούτε σε μάρτυρες ούτε σε σωτήρες. Πίστευε στη δύναμη του λαού. Ήταν ένας από εμάς. Ένας αγωνιστής, ένας μάχιμος δάσκαλος, ένας ειλικρινής, βαθιά ανιδιοτελής άνθρωπος. Με μεγάλη προσφορά στο κίνημα.
Ο πραγματικός Σάββας, βρίσκεται πίσω από τις επόμενες γραμμές.
Πίσω από αυτές τις γραμμές δεν υπάρχουν πολιτικά μανιφέστα. Υπάρχει όμως ένας συγκροτημένος ριζοσπαστικός πολιτικός λόγος, μάχιμος, γεμάτος αγωνίες και ερωτήματα.
Αυτό το αφιέρωμα, αποτελεί μια πρώτη συλλογή κειμένων του Σάββα. Μια δημόσια παρέμβασή του για τα πράγματα.
Και κάτι τελευταίο:
Ο Σάββας δεν έγραφε με clopy paste. Το απόσπασμα για τη βία στις σύγχρονες κοινωνίες που του αποδόθηκε από κάποιες ιστοσελίδες, προφανώς δεν είναι δικό του. Όπως θα διαπιστώσετε στο σχετικό κείμενο για τα δεκεμβριανά του 2008, παραθέτει την πηγή του σχετικού αποσπάσματος.
Μάρτιος 2012, Ένα κείμενο για τον φασισμό, από τα «Ενθέματα».
Τα σχόλια στην αρχή, του Σάββα.
«Η κυριότερη αναλογία με την εποχή μας δεν είναι τόσο η πληθώρα των υποψήφιων «Σωτήρων» μας όσο η δίψα του πλήθους να το πάρει απ’ το χέρι ένας Μεσσίας και να το οδηγήσει έξω απ’ το κακό όνειρο που ζει.
Αν δεν το βιώναμε στο πετσί μας, θα μπορούσε κανείς να παραλληλίσει το κλίμα σήμερα με την ταινία «Η ζωή του Μπράιαν» των Μόντι Πάιθονς, αλλά δυστυχώς η κατάστασή μας δεν είναι καθόλου αστεία»
http://enthemata.wordpress.com/2012/03/18/rivera/
Βερολίνο 1928: Χίτλερ, ένας «κλόουν» που τον αποθεώνουν τα πλήθη
ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ “ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ”
του Ντιέγκο Ριβέρα
μετάφραση: Χρήστος Κεφαλής
Τις επόμενες μέρες κυκλοφορεί ο πέμπτος τόμος του περιοδικού Μαρξιστική Σκέψη, με ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον αφιέρωμα στον φασισμό. Προδημοσιεύουμε αποσπάσματα από το κείμενο του μεγάλου μεξικανού ζωγράφου Ντιέγκο Ριβέρα (περιέχεται στο My Art, my Life: an autobiography, Dover 1991), που αναφέρεται στην επίσκεψή του στο Βερολίνο του 1928 και τη «γνωριμία» του με τον Χίτλερ.
Ντιέγκο Ριβέρα, Παναμερικάνικη ενότητα, 1940 (απόσπασμα). Ο Χίτλερ, ο Μουσολίνι και ο Στάλιν εικονίζονται μέσα σε ένα αεριώδες δέντρο. Από εκεί βγαίνει το οπλισμένο χέρι του φασισμού, το οποίο προσπαθεί να το συγκρατήσει η ανθρωπότητα. Ο Στάλιν κρατά ένα μαχαίρι και μια αξίνα, βαμμένη κόκκινη — αλληγορία για τη δολοφονία του Τρότσκι. Ο Χίτλερ δείχνει τον Στάλιν για να δικαιολογήσει την εξαπόλυση της ναζιστικής βαρβαρότητας, ενώ ο «πρακτικός» Μουσολίνι κρατά ένα μπαλτά. Κάτω από τον Στάλιν διασταυρώνονται οι λέξεις GPU και Gestapo. O Τσάρλι Τσάπλιν εμφανίζεται πάνω από έναν πεσμένο στρατιώτη — αναφορά στον «Μεγάλο Δικτάτορα». Αριστερά, κάτω από τη σβάστικα ο Χίμλερ, στον οποίο έχουν δοθεί όμως και γνωρίσματα αμερικανού ανθρώπου των μήντια.
Μια επιδημία τρέλας είχε εξαπλωθεί στη χώρα. Την αισθάνθηκα σε δύο ξεχωριστές, φαινομενικά άσχετες περιπτώσεις.
Μια νύχτα ο Μίντσενμπεργκ, μερικοί άλλοι φίλοι και εγώ μεταμφιεστήκαμε και, με πλαστά πιστοποιητικά, παρακολουθήσαμε την πιο εκπληκτική τελετή που έχω δει ποτέ. Πραγματοποιήθηκε στο δάσος του Γκρούνβαλντ, κοντά στο Βερολίνο.
Πίσω από μια συστάδα δέντρων, στη μέση του δάσους, εμφανίστηκε μια παράξενη πομπή. Οι πορευόμενοι άνδρες και γυναίκες φορούσαν λευκούς χιτώνες και στεφάνια από ιξό, το τελετουργικό φυτό των δρυίδων. Στα χέρια τους κρατούσαν πράσινα κλαδιά. Ο ρυθμός τους ήταν αργός και τελετουργικός. Πίσω τους, τέσσερις άνδρες μετέφεραν έναν αρχαϊκό θρόνο στον οποίο καθόταν ένας άνθρωπος που αναπαριστούσε το θεό του πολέμου, τον Βόταν. Ο άνθρωπος αυτός δεν ήταν άλλος από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον Πάουλ φον Χίντεμπουργκ! Ντυμένος με αρχαία ενδυμασία, ο Χίντεμπουργκ ύψωσε μια λόγχη στην οποία ήταν χαραγμένα δήθεν μαγικά γράμματα του ρουνικού αλφάβητου. Το κοινό, εξήγησε ο Μίντσενμπεργκ, εκλάμβανε τον Χίντεμπουργκ ως μετενσάρκωση του Βόταν. Πίσω από τον Χίντεμπουργκ εμφανίστηκε ένας άλλος θρόνος, τον οποίο κατείχε ο Στρατάρχης Λούντεντορφ, ο οποίος εκπροσωπούσε τον θεό του κεραυνού, Τορ. Πίσω από τον «θεό» συνωστιζόταν ένας συρμός πιστών που αποτελούνταν από διακεκριμένους χημικούς, μαθηματικούς, βιολόγους, φυσικούς και φιλοσόφους. Όλα τα πεδία της γερμανικής «κουλτούρας» εκπροσωπήθηκε στο Γκρούνβαλντ εκείνο το βράδυ.
Η πομπή σταμάτησε, και άρχισε η τελετή. Για αρκετές ώρες, η ελίτ του Βερολίνου τραγουδούσε και κραύγαζε προσευχές και τελετές από το βαρβαρικό παρελθόν της Γερμανίας. Εδώ ήταν η απόδειξη, αν κάποιος τη χρειάζεται, της αποτυχίας δύο χιλιάδων ετών ρωμαϊκού, ελληνικού και ευρωπαϊκού πολιτισμού. Δυσκολευόμουν να πιστέψω ότι αυτά που έβλεπα συνέβαιναν μπροστά στα μάτια μου.Κανείς ανάμεσα στους γερμανούς αριστερούς φίλους μου δεν μπορούσε να μου δώσει κάποια ικανοποιητική εξήγηση για την παράξενη αυτή διαδικασία. Αντ’ αυτού, προσπάθησαν να ξεμπερδέψουν κοροϊδευτικά, αποκαλώντας τους συμμετέχοντες «τρελούς». Ως σήμερα, προβληματίζομαι με τη συλλογική τους έλλειψη αντίληψης. Ενθυμούμενος αυτό το όργιο στεγνής μέθης και ντελίριου, στάθηκε αδύνατο να φανταστώ και τον ελάχιστα ευαίσθητο θεατή να αντιπαρέρχεται ό,τι είχα δει μόνο ως μια ακίνδυνη μασκαράτα.
Λίγες μέρες αργότερα, είδα τον Αδόλφο Χίτλερ να απευθύνεται σε μια μαζική συγκέντρωση στο Βερολίνο, δίπλα σε ένα κτίριο τόσο τεράστιο που καταλάμβανε το σύνολο του οικοδομικού τετραγώνου, τα κεντρικά γραφεία του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Ένα προσωρινό ενιαίο μέτωπο ήταν τότε σε ισχύ ανάμεσα στους ναζί και τους κομμουνιστές, ενάντια στους διεφθαρμένους ρεφορμιστές και τους σοσιαλδημοκράτες.
Η πλατεία ήταν κυριολεκτικά πλημμυρισμένη με 25-30.000 κομμουνιστές εργάτες. Ο Χίτλερ ήρθε με συνοδεία περίπου χιλίων ανδρών. Διέσχισαν την πλατεία και σταμάτησαν κάτω από ένα παράθυρο, από το οποίο παρακολουθούσαν οι ηγέτες του Κομμουνιστικού Κόμματος. Ήμουν μεταξύ τους, έχοντας προσκληθεί από τον Μίντσενμπεργκ, που βρισκόταν στα δεξιά μου. Στα αριστερά μου στάθηκε ο Τέλμαν, γενικός γραμματέας του Κόμματος. Ο Μίντσενμπεργκ εξηγούσε τα σχόλιά μου στον Τέλμαν, και μετέφραζε την ομιλία του Χίτλερ σε μένα.
Οι κομμουνιστές φίλοι μου έκαναν κοροϊδευτικές παρατηρήσεις για τον «αστείο ανθρωπάκο» που επρόκειτο να εκφωνήσει τον λόγο στη συγκέντρωση, και θεωρούσαν εκείνους που τον θεωρούσαν απειλή δειλούς ή ανόητους.
Καθώς ετοιμαζόταν να μιλήσει, ο Χίτλερ ορθώθηκε άκαμπτα, σαν να περίμενε να διογκωθεί και να γεμίσει το μεγάλο αγγλικό στρατιωτικό αδιάβροχό του ώστε να μοιάζει με γίγαντα. Στη συνέχεια, έκανε ένα νεύμα για να επικρατήσει σιωπή. Μερικοί κομμουνιστές εργαζόμενοι τον αποδοκίμασαν, αλλά μετά από λίγα λεπτά όλο το πλήθος σώπασε απολύτως.
Καθώς ζεστάθηκε, ο Χίτλερ άρχισε να ουρλιάζει και να κουνά τα χέρια του σαν επιληπτικός. Κάτι σ’ αυτόν ανατάραξε, φαίνεται, το βάθος της ψυχής των ομοεθνών του, γιατί μετά από λίγο ένιωσα ένα περίεργο μαγνητικό ρεύμα μεταξύ αυτού και του πλήθους. Ήταν τόσο βαθύ που, όταν τελείωσε, έπειτα από δύο ώρες ομιλίας, επικράτησε μια στιγμή πλήρους σιγής. Ούτε καν οι ομάδες της κομμουνιστικής νεολαίας, που είχαν εντολή να τον γιουχάρουν, δεν το έκαναν. Και τότε, η σιωπή έδωσε τη θέση της σε ένα τεράστιο, εκκωφαντικό χειροκρότημα από όλη την πλατεία.
Καθώς έφευγε, οι οπαδοί του Χίτλερ έκλεισαν τις γραμμές γύρω του με όλα τα σημάδια της αφοσιωμένης πίστης. Ο Τέλμαν και ο Μίντσενμπεργκ γελούσαν σαν σχολιαρόπαιδα. Όσο για μένα, ήμουν τόσο χαμένος και προβληματισμένος, όπως όταν είχα δει το παρακμιακό τελετουργικό λίγες μέρες πριν στο Γκρούνβαλντ. Δεν μπορούσα να δω τίποτα για να γελάσω. Αισθάνθηκα πραγματικά βουτηγμένος στη θλίψη.
Ο Μίντσενμπεργκ, ρίχνοντας μια ματιά σε μένα, ρώτησε: «Ντιέγκο, τι τρέχει με σένα;».
«Αυτό που τρέχει», του είπα, «είναι ότι με κατακλύζει ένα προαίσθημα. Το προαίσθημα ότι, αν οι ένοπλοι κομμουνιστές άφηναν σήμερα στον Χίτλερ να φύγει ζωντανός, θα μπορούσε να ζήσει για να κόψει τα κεφάλια και των δυο συντρόφων μου σε λίγα χρόνια».
Ο Τέλμαν και ο Μίντσενμπεργκ γέλασαν δυνατά. Ο Μίντσενμπεργκ με επαίνεσε για τη ζωηρή φαντασία που είχα ως καλλιτέχνης.
«Θα πρέπει να αστειεύεσαι», είπε. «Δεν άκουσες τον Χίτλερ να μιλά; Δεν κατάλαβες, από όσα σου μετέφραζα, τι ανοησίες έλεγε;».
Του απάντησα: «Μα αυτές οι ανοησίες γεμίζουν επίσης στα κεφάλια των ακροατών, αλαλιασμένων από την πείνα και το φόβο. Ο Χίτλερ τους υπόσχεται μια αλλαγή, οικονομική, πολιτική, πολιτιστική και επιστημονική. Λοιπόν, θέλουν αλλαγές, και μπορεί να είναι σε θέση να κάνουν ακριβώς ό,τι λέει, αφού έχει όλα το καπιταλιστικό χρήμα πίσω του. Μ’ αυτό μπορεί να δώσει τροφή στους πεινασμένους Γερμανούς εργάτες, να τους πείσει να πάνε με το μέρος του και να στραφούν ενάντια σε εμάς. Επιτρέψτε μου να τον πυροβολήσω εγώ τουλάχιστον. Θα αναλάβω την ευθύνη. Είναι ακόμα εντός εμβέλειας».
Μα αυτά τα λόγια μου έκαναν τους γερμανούς συντρόφους να ξεσπάσουν σε ακόμα δυνατότερα γέλια. Αφού ξεράθηκε στο γέλιο, ο Τέλμαν είπε: «Φυσικά, είναι καλύτερα να έχεις κάποιον πάντα έτοιμο να βγάλει από τη μέση τον κλόουν. Μην ανησυχείτε, όμως. Σε λίγους μήνες θα έχει τελειώσει, και τότε θα είμαστε σε θέση να πάρουμε την εξουσία».
Αυτό μου προκάλεσε μονάχα ακόμα μεγαλύτερη θλίψη, και εξέφρασα ξανά τους φόβους μου. Τώρα πια όμως ο Μίντσενμπεργκ δεν χαμογελούσε. Είχε παρακολουθήσει τον Χίτλερ, που βρισκόταν σχεδόν στην άλλη άκρη της πλατείας. Παρατήρησε ότι ο κόσμος τον χειροκροτούσε ακόμα. Πριν φύγει από την πλατεία, ο Χίτλερ έκανε το ναζιστικό χαιρετισμό. Αντί για αποδοκιμασίες, το χειροκρότημα γιγαντώθηκε. Ήταν σαφές ότι ο Χίτλερ είχε κερδίσει πολλούς οπαδούς ανάμεσα στους αριστερούς εργαζόμενους. Ο Μίντσενμπεργκ ξαφνικά έγινε χλωμός κι έπιασε το χέρι μου.
Ο Τέλμαν κοίταξε έκπληκτος και τους δύο μας. Χαμογέλασε αδύναμα και χάιδεψε το κεφάλι μου. Στα ρώσικα, που ακούγονταν βαριά με τη γερμανική προφορά του, είπε, «Νιτσεβό, νιτσεβό» (Δεν είναι τίποτα, απολύτως τίποτα).
Η τρελή φαντασία του καλλιτέχνη επιβεβαιώθηκε αργότερα πικρά. Τόσο ο Τέλμαν όσο και ο φίλος μου Μίντσενμπεργκ ήταν ανάμεσα στα εκατομμύρια των ανθρώπων που θανατώθηκαν από τον «κλόουν» που είχα παρακολουθήσει στην πλατεία εκείνη την ημέρα.
Δεκέμβρης 2003, Αντίλογος Νο 1 – Για την δολοφονία στην Κρήτη, από αστυνομικούς, του 22χρονου Ηρακλή Μαραγκάκη, όταν δεν σταμάτησε για έλεγχο σε μπλόκο…
Ασφάλεια, ασφάλεια, ασφάλεια, ασφάλεια, ασφάλεια…
Ή αλλιώς: Ποιος θα μας φυλάξει από τους φύλακές μας;
Η σφαίρα βρήκε το νεαρό Μαραγκάκη στον αυχένα, αφήνοντάς τον κλινικά νεκρό. «Οι αστυνομικοί πυροβόλησαν τα λάστιχα του αυτοκινήτου και μια σφαίρα εξοστρακίστηκε και βρήκε το Μαραγκάκη» ισχυρίζονται οι «διαρροές» των αστυνομικών αρχών. «Ο Μαραγκάκης διακρινόταν από αντικοινωνική συμπεριφορά και ροπή προς τα ναρκωτικά» αναφέρει αυτολεξεί επίσημη έκθεση της Ασφάλειας Ηρακλείου μετά τον οριστικό θάνατο του νέου. Διπλός θάνατος!
Και η προπαγάνδα του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης καλά κρατεί. Περίπου πρόσκοποιι οι σύγχρονοι αστυνομικοί, ταγμένοι στην υπηρεσία του κοινού καλού. Άλματα έχουν κάνει τα Σώματα Ασφαλείας στην πρόληψη και την καταστολή του εγκλήματος και της «τρομοκρατίας». Διθύραμβοι στο διεθνή τύπο και ο Νασιάκος περιχαρής να παρασημοφορείται από τον αρχηγό (του) του FBI… και ο Μαραγκάκης νεκρός, πήγε να βρει τον Κουμή, την Κανελλοπούλου, τον Καλτεζά, το νεαρό Σέρβο της Θεσσαλονίκης, τους ανώνυμους μετανάστες, νεκρούς από «εξοστρακισμένες σφαίρες στα σύνορα. Και τόσους άλλους.
Η πόλη γεμάτη μπλε και χακί …πρόσκοπους με το όπλο στο χέρι. «Είμαστε όλοι τρομοκράτες» τραγουδούσε ο Νικόλας Άσιμος. Το τελευταίο φρούτο: μπουλούκια μασκοφόρων ασφαλιτών, δίπλα σε κάθε πορεία σχεδόν, τραβούν πολλές φορές με κάμερες τα πρόσωπα των διαδηλωτών μην τυχόν κι έχει ξεφύγει κανείς από τις εκατοντάδες στημένες κάμερες των δρόμων. Το «1984″ του Όργουελ μοιάζει τόσο ξεπερασμένο από την πραγματικότητα…
Είναι γεγονός ότι και στις πλέον ανεκτικές περιόδους μετά τη μεταπολίτευση είχαμε κρούσματα αστυνομικής βίας και ασυδοσίας με νεκρούς διαδηλωτές (Κουμής, Κανελλοπούλου, Καλτεζάς, κ.ά.), μικροπαραβάτες ή απλά ανθρώπους που η φάτσα τους δεν άρεσε σε κάποιο, έμπλεο υπερβάλλοντος ζήλου, όργανο. Υπήρχαν, όμως, νομικές δικλείδες ασφαλείας που περιόριζαν την οπλοφορία και την οπλοχρησία των αστυνομικών (έστω κι αν πάντα παρέμεναν κενό γράμμα).
Tα τελευταία χρόνια, και ειδικά μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001, το νομικό πλαίσιο που αφορά ζητήματα οπλοκατοχής και οπλοχρησίας των αστυνομικών, παρακολουθήσεις πολιτών, κατασταλτικές ενέργειες και γενικότερα όλη τη δράση των σωμάτων ασφαλείας σκληραίνει, δίνοντάς τους εξουσίες που σε πολλές περιπτώσεις αναιρούν θεμελιώδεις εγγυήσεις ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Από το «κοινωνικό» κράτος (που δεν έπαψε ποτέ να είναι ταξικό) και τη λογική της ενσωμάτωσης και του καρότου περάσαμε αμετάκλητα πια στον ακραίο νεοφιλελευθερισμό και το μαστίγιο της προληπτικής καταστολής και της μηδενικής ανοχής για να προληφθούν οι αναπόφευκτες ατομικές και κυρίως οι κοινωνικές εκρήξεις που γεννά η φτώχεια, η εξαθλίωση και η αλλοτρίωση. Η γενικότερη αντεργατική και αντιλαϊκή πολιτική παράγει, εκτός από κέρδη, φτώχεια και εγκληματικότητα, που εντείνει την αστυνομική βία κι αυτή με τη σειρά της την παραβατικότητα. Φαύλος κύκλος! Δεν είναι, νομίζω, υπερβολή να πούμε ότι αγορά και καταστολή, ελεύθερο εμπόριο και περιορισμός των κοινωνικών ελευθεριών, ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων και σκλήρυνση της κρατικής βίας πάνε χέρι-χέρι.
Ο νεαρός Μαραγκάκης, οι νεκροί μετανάστες των συνόρων (όλοι από «εξοστρακισμένες» σφαίρες που καταλήγουν στα σώματά τους), οι κάτοικοι του Αγίου Δημητρίου που πάλευαν ενάντια στην τοποθέτηση καρκινογόνων εγκαταστάσεων της ΔΕΗ στον τόπο τους, οι εξαπατημένοι παλλινοστούντες που βγήκαν στο δρόμο διεκδικώντας στέγη πέρσι το καλοκαίρι, οι κάτοικοι περιοχών της Αττικής που αντιδρούσαν στην εγκατάσταση χωματερών, οι εργαζόμενοι στους ΟΤΑ που προσπαθούσαν ν’ αποτρέψουν απεργοσπάστες, όλοι αυτοί και πολλοί άλλοι ξυλοδαρμένοι και αρκούντως ψεκασμένοι διαδηλωτές (με χημικά που η χρήση τους στον πόλεμο είναι απαγορευμένη από διεθνείς συμβάσεις, αλλά χρησιμοποιούνται αφειδώς στον εσωτερικό κοινωνικό πόλεμο), αποδεικνύουν ότι η καταστολή στις μέρες μας δεν αφορά κάποιες μικρές δυναμικές ομάδες μόνο, δεν αφορά αυτούς που «πάνε γυρεύοντας», αλλά τον καθένα από εμάς που θα σηκώσει λίγο κεφάλι, θα διεκδικήσει το ψωμί ή την υγεία των παιδιών του ή απλά θα προσπεράσει αφηρημένος κάποιο αστυνομικό μπλόκο.
Το δόγμα της ασφάλειας, της προληπτικής καταστολής και της μηδενικής ανοχής περνά -και την αλλοιώνει- και στη δουλειά των δασκάλων. Όλοι μας έχουμε ακούσει τους διευθυντές μας να τονίζουν, άλλοι με αγωνία, άλλοι επιτακτικά, ότι η ασφάλεια των παιδιών προέχει και επισκιάζει όλα τ’ άλλα. Όλοι μας αγχωνόμαστε τις μέρες που έχουμε εφημερία στην αυλή. Όλοι μας έχουμε νιώσει κάποιες στιγμές σαν …παιδοβοσκοί που προσπαθούν να καταστείλουν την ενεργητικότητα των παιδιών που τρέζουν αλαφιασμένα σε αυλές-κλουβιά. Για να μην πω για τα κατά καιρούς έγγραφα του Υπουργείου Εσωτερικών που έφταναν κάποτε να καθιστούν τους εκπαιδευτικούς χαφιέδες οι οποίοι υποχρεώνονταν όχι μόνο να μη γράφουν μεταναστόπουλα με ελλειπή χαρτιά στο σχολείο, αλλά και να τα καταδίδουν εις τας αρχάς! Ευτυχώς τα αντανακλαστικά της εκπαιδευτικής κοινότητας λειτούργησαν και τα συγκεκριμένα έγγραφα αποσύρθηκαν (ως πότε άραγε;).
Μάης 2006 – Αντίλογος, Σκέψεις, με αφορμή τα μαθήματα ελληνικών σε μετανάστες
Για τα μαθήματα σε μετανάστες
Η Τζουλιέτα, η Μιγκένα, ο Φαρούκ, η Νάντρα, η Παρμτζίτ, ο Νιλουνέ. Άνθρωποι από κάθε γωνιά του πλανήτη: Αλβανία, Ερυθραία, Αίγυπτος, Σρι Λάνκα, Ινδία, Πακιστάν. Καθολικοί, Μουσουλμάνοι, Σικ, Βουδιστές.
Άνθρωποι τόσο διαφορετικοί και τόσο ίδιοι. Ίδια η νοσταλγία και η περηφάνια όταν μιλά ο καθένας για τη δική του πατρίδα. Ίδια η δίψα να μάθουν ελληνικά, όχι μόνο για να βοηθήσουν τα παιδιά τους στο σχολείο, αλλά και για να μπορούν οι ίδιοι να κινηθούν σ’ αυτόν το νέο τόπο που τους έριξε η ανάγκη, να μπορούν να κοιτούν τους ντόπιους στα μάτια και να εκφράζονται στη γλώσσα τους, μπας και μαλακώσουν κάπως τα αποδοκιμαστικά ή περιφρονητικά βλέμματα που εισπράττουν.
Σκόρπιες κουβέντες για ρατσισμό και προκατάληψη. Για την υποκριτική αντιρατσιστική πολιτική του ελληνικού κράτους που καταλήγει στις ουρές με τις ώρες και στο χαράτσι κάθε έξι μήνες για την πράσινη κάρτα.
Δεν έχουν παράπονο, «δουλειά υπάρχει, αν θες να δουλέψεις», λένε και το εννοούν. Η πλειοψηφία είναι οικιακές βοηθοί. Δεν ντρέπονται, δεν μεμψιμοιρούν, είναι περήφανες που στηρίζονται στα χέρια τους, για να ζήσουν τις οικογένειές τους, έστω και σε υπόγειο δυαράκι, έστω και με τρέξιμο από το πρωί μέχρι αργά το απόγευμα για να βγει το μεροκάματο. Ο Αλή είναι οικοδόμος. Σ’ ένα διάλειμμα μου μιλά για ρουφιανιές ανάμεσα σε παλιούς και νέους στο γιαπί, για το ότι ο ίδιος δεν φοβάται για τη δουλειά του γιατί δουλεύει σα σκυλί και το αφεντικό το εκτιμά πολύ. Ποιο αφεντικό δεν το εκτιμά αυτό, άραγε;
Σκόρπιες κουβέντες για την αντεργατική επίθεση παγκόσμια και την ανάγκη να είναι ενωμένοι έλληνες και ξένοι εργάτες.
Για δύο ώρες τη βδομάδα βρισκόμαστε με ανθρώπους που δεν έχουμε πολλές ευκαιρίες να συναναστραφούμε. Διδάσκουμε και διδασκόμαστε. Ο αφανής κόσμος των υπογείων μας αποκαλύπτεται ( όχι εύκολα, όχι άμεσα ). Δεν πληρώνονται, δεν πληρωνόμαστε, άρα είναι αυθεντική η συμμετοχή τους και ξέρεις ότι κάτι κερδίζουν για να συνεχίζουν να έρχονται (μια νέα λέξη, μια φράση, λίγη περηφάνια, λίγη ελπίδα ίσως). Κερδίζουμε κι εμείς. Πολλά, πάρα πολλά. Ως άνθρωποι, ως εργαζόμενοι, ως εκπαιδευτικό κίνημα.
Δεν τους κοροϊδεύουμε, δεν υποκρινόμαστε κάτι που δεν θέλουμε να είμαστε. Ξεκαθαρίσαμε από την πρώτη στιγμή ότι δεν είμαστε ιεραπόστολοι, φιλάνθρωποι, εθελοντές, «καλοί άνθρωποι». Μιλήσαμε για αλληλεγγύη ανάμεσα σε φτωχούς ανθρώπους (είμαστε λιγότερο φτωχοί, αλλά στην ίδια όχθη μ’ αυτούς τους ανθρώπους πιστεύω). Αρκεί αυτό; Προφανώς όχι. Για τους συγκεκριμένους είκοσι ανθρώπους έγινε σαφές, αλλά για την υπόλοιπη κοινωνία ο εθελοντισμός που επαγγέλλεται ο Γιωργάκης, η φιλανθρωπία της Αγάπης Βαρδινογιάννη και τα απογευματινά μαθήματα κάποιων δασκάλων σε μετανάστες είναι περίπου το ίδιο πράγμα.
Μπορεί αυτό το εγχείρημα να πάρει πολιτικά χαρακτηριστικά; Ή τουλάχιστον να οριοθετηθεί απέναντι στον εθελοντισμό και την φιλανθρωπία των πάνω; Μπορεί να διαχυθεί σε περισσότερα σχολεία της Αθήνας; Μπορούμε να παράγουμε υλικό διδασκαλίας που θα ξεφεύγει από τον ελληνοκεντρισμό και το δυτικότροπο περιεχόμενο (μην ξεχνάμε ότι η πλειοψηφία των εγχειριδίων που γράφτηκαν για τη διδασκαλία της ελληνικής ως ξένης γλώσσας έχουν ως κύριο στοιχείο την ελληνομάθεια και τον κόσμο των μικροαστών). Μπορούμε να μιλήσουμε για το ρατσισμό, τον εθνικισμό, τον ιμπεριαλισμό, τον κοινωνικό πόλεμο μέσα στις σχολικές αίθουσες ή θα γίνουμε άλλο ένα γραναζάκι στην προσπάθεια ενσωμάτωσης και «ελληνοποίησης» των μεταναστών που θέλουν οι κυρίαρχοι;
Η Παιδαγωγική Ομάδα πρέπει να ζωντανέψει και κυρίως να κουβεντιάσει και να βάλει απτούς στόχους.
Άνοιξη 2007 – Αντίλογος Νο 7 – Για τους αγώνες για την εκπαίδευση
Εκδίδεται με ευθύνη της Εκπαιδευτικής Παρέμβασης
του Α’ Συλλόγου Αθηνών Εκπαιδευτικών Π.Ε.
Για τον Σάββα…
…Tον σύντροφο, τον συναγωνιστή, τον φίλο
Whish you where here…
How I wish, how I wish you were here.
We’re just two lost souls
Swimming in a fish bowl,
Year after year,
Running over the same old ground.
What have we found?
The same old fears.
Wish you were here…
Θα θέλαμε να ήταν εδώ μαζί μας…
Ο Σάββας μας…
Ο σύντροφος, ο φίλος, ο συναγωνιστής…
Ο Αντίλογος ήταν για τον Σάββα, από τα πράγματα που του έδιναν μεγάλη χαρά. Και ο Σάββας ήταν για τον Αντίλογο ένας από τους βασικούς δημιουργούς και συντελεστές του. Έγραφε κείμενα, σελιδοποιούσε, φωτοτυπούσε ατέλειωτες νύχτες και διένειμε τον Αντίλογο στα σχολεία. Έβγαζε και 10 κομμάτια για το χωριό. Και για τους συντρόφους στην Ξάνθη.
Τώρα όμως ο Σάββας δεν είναι εδώ πια…
Στον τύπο γράφτηκαν πολλά. Σε ιστοσελίδες διάφορων τυμβωρύχων δημοσιογράφων πολύ περισσότερα. Εμείς σιωπήσαμε.
Τώρα είναι η δική μας σειρά να μιλήσουμε. Απέναντι στην αδιακρισία της δημοσιογραφικής τυμβωρυχίας. Αλλά και με το βάρος ενός πλήθους συντρόφων και συναγωνιστών που θα ήθελαν ο Σάββας να είναι κάτι διαφορετικό από αυτό που πραγματικά ήταν.
Δεν θέλουμε να μαλώσουμε κανέναν. Αναμενόμενο είναι κανείς, σε αυτή τη δύσκολη κατάσταση που βιώνουμε όλοι –ες μας, να αναζητά μάρτυρες. Ανθρώπους που θα σηκώσουν στις δικές τους πλάτες τον σταυρό όλων μας. Που με τον χαμό τους θα ανοίξουν τους δρόμους που εμείς δεν μπορούμε να ανοίξουμε. Όμως όχι, εμείς αγωνιζόμαστε για τη ζωή και όχι για τον θάνατο.
Και όχι, ο Σάββας δεν ήταν ούτε μάρτυρας ούτε ήρωας. Ο Σάββας δεν πίστευε ούτε σε μάρτυρες ούτε σε σωτήρες. Πίστευε στη δύναμη του λαού. Ήταν ένας από εμάς. Ένας αγωνιστής, ένας μάχιμος δάσκαλος, ένας ειλικρινής, βαθιά ανιδιοτελής άνθρωπος. Με μεγάλη προσφορά στο κίνημα.
Ο πραγματικός Σάββας, βρίσκεται πίσω από τις επόμενες γραμμές.
Πίσω από αυτές τις γραμμές δεν υπάρχουν πολιτικά μανιφέστα. Υπάρχει όμως ένας συγκροτημένος ριζοσπαστικός πολιτικός λόγος, μάχιμος, γεμάτος αγωνίες και ερωτήματα.
Αυτό το αφιέρωμα, αποτελεί μια πρώτη συλλογή κειμένων του Σάββα. Μια δημόσια παρέμβασή του για τα πράγματα.
Και κάτι τελευταίο:
Ο Σάββας δεν έγραφε με clopy paste. Το απόσπασμα για τη βία στις σύγχρονες κοινωνίες που του αποδόθηκε από κάποιες ιστοσελίδες, προφανώς δεν είναι δικό του. Όπως θα διαπιστώσετε στο σχετικό κείμενο για τα δεκεμβριανά του 2008, παραθέτει την πηγή του σχετικού αποσπάσματος.
Μάρτιος 2012, Ένα κείμενο για τον φασισμό, από τα «Ενθέματα».
Τα σχόλια στην αρχή, του Σάββα.
«Η κυριότερη αναλογία με την εποχή μας δεν είναι τόσο η πληθώρα των υποψήφιων «Σωτήρων» μας όσο η δίψα του πλήθους να το πάρει απ’ το χέρι ένας Μεσσίας και να το οδηγήσει έξω απ’ το κακό όνειρο που ζει.
Αν δεν το βιώναμε στο πετσί μας, θα μπορούσε κανείς να παραλληλίσει το κλίμα σήμερα με την ταινία «Η ζωή του Μπράιαν» των Μόντι Πάιθονς, αλλά δυστυχώς η κατάστασή μας δεν είναι καθόλου αστεία»
http://enthemata.wordpress.com/2012/03/18/rivera/
Βερολίνο 1928: Χίτλερ, ένας «κλόουν» που τον αποθεώνουν τα πλήθη
ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ “ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ”
του Ντιέγκο Ριβέρα
μετάφραση: Χρήστος Κεφαλής
Τις επόμενες μέρες κυκλοφορεί ο πέμπτος τόμος του περιοδικού Μαρξιστική Σκέψη, με ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον αφιέρωμα στον φασισμό. Προδημοσιεύουμε αποσπάσματα από το κείμενο του μεγάλου μεξικανού ζωγράφου Ντιέγκο Ριβέρα (περιέχεται στο My Art, my Life: an autobiography, Dover 1991), που αναφέρεται στην επίσκεψή του στο Βερολίνο του 1928 και τη «γνωριμία» του με τον Χίτλερ.
Ντιέγκο Ριβέρα, Παναμερικάνικη ενότητα, 1940 (απόσπασμα). Ο Χίτλερ, ο Μουσολίνι και ο Στάλιν εικονίζονται μέσα σε ένα αεριώδες δέντρο. Από εκεί βγαίνει το οπλισμένο χέρι του φασισμού, το οποίο προσπαθεί να το συγκρατήσει η ανθρωπότητα. Ο Στάλιν κρατά ένα μαχαίρι και μια αξίνα, βαμμένη κόκκινη — αλληγορία για τη δολοφονία του Τρότσκι. Ο Χίτλερ δείχνει τον Στάλιν για να δικαιολογήσει την εξαπόλυση της ναζιστικής βαρβαρότητας, ενώ ο «πρακτικός» Μουσολίνι κρατά ένα μπαλτά. Κάτω από τον Στάλιν διασταυρώνονται οι λέξεις GPU και Gestapo. O Τσάρλι Τσάπλιν εμφανίζεται πάνω από έναν πεσμένο στρατιώτη — αναφορά στον «Μεγάλο Δικτάτορα». Αριστερά, κάτω από τη σβάστικα ο Χίμλερ, στον οποίο έχουν δοθεί όμως και γνωρίσματα αμερικανού ανθρώπου των μήντια.
Μια επιδημία τρέλας είχε εξαπλωθεί στη χώρα. Την αισθάνθηκα σε δύο ξεχωριστές, φαινομενικά άσχετες περιπτώσεις.
Μια νύχτα ο Μίντσενμπεργκ, μερικοί άλλοι φίλοι και εγώ μεταμφιεστήκαμε και, με πλαστά πιστοποιητικά, παρακολουθήσαμε την πιο εκπληκτική τελετή που έχω δει ποτέ. Πραγματοποιήθηκε στο δάσος του Γκρούνβαλντ, κοντά στο Βερολίνο.
Πίσω από μια συστάδα δέντρων, στη μέση του δάσους, εμφανίστηκε μια παράξενη πομπή. Οι πορευόμενοι άνδρες και γυναίκες φορούσαν λευκούς χιτώνες και στεφάνια από ιξό, το τελετουργικό φυτό των δρυίδων. Στα χέρια τους κρατούσαν πράσινα κλαδιά. Ο ρυθμός τους ήταν αργός και τελετουργικός. Πίσω τους, τέσσερις άνδρες μετέφεραν έναν αρχαϊκό θρόνο στον οποίο καθόταν ένας άνθρωπος που αναπαριστούσε το θεό του πολέμου, τον Βόταν. Ο άνθρωπος αυτός δεν ήταν άλλος από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον Πάουλ φον Χίντεμπουργκ! Ντυμένος με αρχαία ενδυμασία, ο Χίντεμπουργκ ύψωσε μια λόγχη στην οποία ήταν χαραγμένα δήθεν μαγικά γράμματα του ρουνικού αλφάβητου. Το κοινό, εξήγησε ο Μίντσενμπεργκ, εκλάμβανε τον Χίντεμπουργκ ως μετενσάρκωση του Βόταν. Πίσω από τον Χίντεμπουργκ εμφανίστηκε ένας άλλος θρόνος, τον οποίο κατείχε ο Στρατάρχης Λούντεντορφ, ο οποίος εκπροσωπούσε τον θεό του κεραυνού, Τορ. Πίσω από τον «θεό» συνωστιζόταν ένας συρμός πιστών που αποτελούνταν από διακεκριμένους χημικούς, μαθηματικούς, βιολόγους, φυσικούς και φιλοσόφους. Όλα τα πεδία της γερμανικής «κουλτούρας» εκπροσωπήθηκε στο Γκρούνβαλντ εκείνο το βράδυ.
Η πομπή σταμάτησε, και άρχισε η τελετή. Για αρκετές ώρες, η ελίτ του Βερολίνου τραγουδούσε και κραύγαζε προσευχές και τελετές από το βαρβαρικό παρελθόν της Γερμανίας. Εδώ ήταν η απόδειξη, αν κάποιος τη χρειάζεται, της αποτυχίας δύο χιλιάδων ετών ρωμαϊκού, ελληνικού και ευρωπαϊκού πολιτισμού. Δυσκολευόμουν να πιστέψω ότι αυτά που έβλεπα συνέβαιναν μπροστά στα μάτια μου.Κανείς ανάμεσα στους γερμανούς αριστερούς φίλους μου δεν μπορούσε να μου δώσει κάποια ικανοποιητική εξήγηση για την παράξενη αυτή διαδικασία. Αντ’ αυτού, προσπάθησαν να ξεμπερδέψουν κοροϊδευτικά, αποκαλώντας τους συμμετέχοντες «τρελούς». Ως σήμερα, προβληματίζομαι με τη συλλογική τους έλλειψη αντίληψης. Ενθυμούμενος αυτό το όργιο στεγνής μέθης και ντελίριου, στάθηκε αδύνατο να φανταστώ και τον ελάχιστα ευαίσθητο θεατή να αντιπαρέρχεται ό,τι είχα δει μόνο ως μια ακίνδυνη μασκαράτα.
Λίγες μέρες αργότερα, είδα τον Αδόλφο Χίτλερ να απευθύνεται σε μια μαζική συγκέντρωση στο Βερολίνο, δίπλα σε ένα κτίριο τόσο τεράστιο που καταλάμβανε το σύνολο του οικοδομικού τετραγώνου, τα κεντρικά γραφεία του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Ένα προσωρινό ενιαίο μέτωπο ήταν τότε σε ισχύ ανάμεσα στους ναζί και τους κομμουνιστές, ενάντια στους διεφθαρμένους ρεφορμιστές και τους σοσιαλδημοκράτες.
Η πλατεία ήταν κυριολεκτικά πλημμυρισμένη με 25-30.000 κομμουνιστές εργάτες. Ο Χίτλερ ήρθε με συνοδεία περίπου χιλίων ανδρών. Διέσχισαν την πλατεία και σταμάτησαν κάτω από ένα παράθυρο, από το οποίο παρακολουθούσαν οι ηγέτες του Κομμουνιστικού Κόμματος. Ήμουν μεταξύ τους, έχοντας προσκληθεί από τον Μίντσενμπεργκ, που βρισκόταν στα δεξιά μου. Στα αριστερά μου στάθηκε ο Τέλμαν, γενικός γραμματέας του Κόμματος. Ο Μίντσενμπεργκ εξηγούσε τα σχόλιά μου στον Τέλμαν, και μετέφραζε την ομιλία του Χίτλερ σε μένα.
Οι κομμουνιστές φίλοι μου έκαναν κοροϊδευτικές παρατηρήσεις για τον «αστείο ανθρωπάκο» που επρόκειτο να εκφωνήσει τον λόγο στη συγκέντρωση, και θεωρούσαν εκείνους που τον θεωρούσαν απειλή δειλούς ή ανόητους.
Καθώς ετοιμαζόταν να μιλήσει, ο Χίτλερ ορθώθηκε άκαμπτα, σαν να περίμενε να διογκωθεί και να γεμίσει το μεγάλο αγγλικό στρατιωτικό αδιάβροχό του ώστε να μοιάζει με γίγαντα. Στη συνέχεια, έκανε ένα νεύμα για να επικρατήσει σιωπή. Μερικοί κομμουνιστές εργαζόμενοι τον αποδοκίμασαν, αλλά μετά από λίγα λεπτά όλο το πλήθος σώπασε απολύτως.
Καθώς ζεστάθηκε, ο Χίτλερ άρχισε να ουρλιάζει και να κουνά τα χέρια του σαν επιληπτικός. Κάτι σ’ αυτόν ανατάραξε, φαίνεται, το βάθος της ψυχής των ομοεθνών του, γιατί μετά από λίγο ένιωσα ένα περίεργο μαγνητικό ρεύμα μεταξύ αυτού και του πλήθους. Ήταν τόσο βαθύ που, όταν τελείωσε, έπειτα από δύο ώρες ομιλίας, επικράτησε μια στιγμή πλήρους σιγής. Ούτε καν οι ομάδες της κομμουνιστικής νεολαίας, που είχαν εντολή να τον γιουχάρουν, δεν το έκαναν. Και τότε, η σιωπή έδωσε τη θέση της σε ένα τεράστιο, εκκωφαντικό χειροκρότημα από όλη την πλατεία.
Καθώς έφευγε, οι οπαδοί του Χίτλερ έκλεισαν τις γραμμές γύρω του με όλα τα σημάδια της αφοσιωμένης πίστης. Ο Τέλμαν και ο Μίντσενμπεργκ γελούσαν σαν σχολιαρόπαιδα. Όσο για μένα, ήμουν τόσο χαμένος και προβληματισμένος, όπως όταν είχα δει το παρακμιακό τελετουργικό λίγες μέρες πριν στο Γκρούνβαλντ. Δεν μπορούσα να δω τίποτα για να γελάσω. Αισθάνθηκα πραγματικά βουτηγμένος στη θλίψη.
Ο Μίντσενμπεργκ, ρίχνοντας μια ματιά σε μένα, ρώτησε: «Ντιέγκο, τι τρέχει με σένα;».
«Αυτό που τρέχει», του είπα, «είναι ότι με κατακλύζει ένα προαίσθημα. Το προαίσθημα ότι, αν οι ένοπλοι κομμουνιστές άφηναν σήμερα στον Χίτλερ να φύγει ζωντανός, θα μπορούσε να ζήσει για να κόψει τα κεφάλια και των δυο συντρόφων μου σε λίγα χρόνια».
Ο Τέλμαν και ο Μίντσενμπεργκ γέλασαν δυνατά. Ο Μίντσενμπεργκ με επαίνεσε για τη ζωηρή φαντασία που είχα ως καλλιτέχνης.
«Θα πρέπει να αστειεύεσαι», είπε. «Δεν άκουσες τον Χίτλερ να μιλά; Δεν κατάλαβες, από όσα σου μετέφραζα, τι ανοησίες έλεγε;».
Του απάντησα: «Μα αυτές οι ανοησίες γεμίζουν επίσης στα κεφάλια των ακροατών, αλαλιασμένων από την πείνα και το φόβο. Ο Χίτλερ τους υπόσχεται μια αλλαγή, οικονομική, πολιτική, πολιτιστική και επιστημονική. Λοιπόν, θέλουν αλλαγές, και μπορεί να είναι σε θέση να κάνουν ακριβώς ό,τι λέει, αφού έχει όλα το καπιταλιστικό χρήμα πίσω του. Μ’ αυτό μπορεί να δώσει τροφή στους πεινασμένους Γερμανούς εργάτες, να τους πείσει να πάνε με το μέρος του και να στραφούν ενάντια σε εμάς. Επιτρέψτε μου να τον πυροβολήσω εγώ τουλάχιστον. Θα αναλάβω την ευθύνη. Είναι ακόμα εντός εμβέλειας».
Μα αυτά τα λόγια μου έκαναν τους γερμανούς συντρόφους να ξεσπάσουν σε ακόμα δυνατότερα γέλια. Αφού ξεράθηκε στο γέλιο, ο Τέλμαν είπε: «Φυσικά, είναι καλύτερα να έχεις κάποιον πάντα έτοιμο να βγάλει από τη μέση τον κλόουν. Μην ανησυχείτε, όμως. Σε λίγους μήνες θα έχει τελειώσει, και τότε θα είμαστε σε θέση να πάρουμε την εξουσία».
Αυτό μου προκάλεσε μονάχα ακόμα μεγαλύτερη θλίψη, και εξέφρασα ξανά τους φόβους μου. Τώρα πια όμως ο Μίντσενμπεργκ δεν χαμογελούσε. Είχε παρακολουθήσει τον Χίτλερ, που βρισκόταν σχεδόν στην άλλη άκρη της πλατείας. Παρατήρησε ότι ο κόσμος τον χειροκροτούσε ακόμα. Πριν φύγει από την πλατεία, ο Χίτλερ έκανε το ναζιστικό χαιρετισμό. Αντί για αποδοκιμασίες, το χειροκρότημα γιγαντώθηκε. Ήταν σαφές ότι ο Χίτλερ είχε κερδίσει πολλούς οπαδούς ανάμεσα στους αριστερούς εργαζόμενους. Ο Μίντσενμπεργκ ξαφνικά έγινε χλωμός κι έπιασε το χέρι μου.
Ο Τέλμαν κοίταξε έκπληκτος και τους δύο μας. Χαμογέλασε αδύναμα και χάιδεψε το κεφάλι μου. Στα ρώσικα, που ακούγονταν βαριά με τη γερμανική προφορά του, είπε, «Νιτσεβό, νιτσεβό» (Δεν είναι τίποτα, απολύτως τίποτα).
Η τρελή φαντασία του καλλιτέχνη επιβεβαιώθηκε αργότερα πικρά. Τόσο ο Τέλμαν όσο και ο φίλος μου Μίντσενμπεργκ ήταν ανάμεσα στα εκατομμύρια των ανθρώπων που θανατώθηκαν από τον «κλόουν» που είχα παρακολουθήσει στην πλατεία εκείνη την ημέρα.
Δεκέμβρης 2003, Αντίλογος Νο 1 – Για την δολοφονία στην Κρήτη, από αστυνομικούς, του 22χρονου Ηρακλή Μαραγκάκη, όταν δεν σταμάτησε για έλεγχο σε μπλόκο…
Ασφάλεια, ασφάλεια, ασφάλεια, ασφάλεια, ασφάλεια…
Ή αλλιώς: Ποιος θα μας φυλάξει από τους φύλακές μας;
Η σφαίρα βρήκε το νεαρό Μαραγκάκη στον αυχένα, αφήνοντάς τον κλινικά νεκρό. «Οι αστυνομικοί πυροβόλησαν τα λάστιχα του αυτοκινήτου και μια σφαίρα εξοστρακίστηκε και βρήκε το Μαραγκάκη» ισχυρίζονται οι «διαρροές» των αστυνομικών αρχών. «Ο Μαραγκάκης διακρινόταν από αντικοινωνική συμπεριφορά και ροπή προς τα ναρκωτικά» αναφέρει αυτολεξεί επίσημη έκθεση της Ασφάλειας Ηρακλείου μετά τον οριστικό θάνατο του νέου. Διπλός θάνατος!
Και η προπαγάνδα του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης καλά κρατεί. Περίπου πρόσκοποιι οι σύγχρονοι αστυνομικοί, ταγμένοι στην υπηρεσία του κοινού καλού. Άλματα έχουν κάνει τα Σώματα Ασφαλείας στην πρόληψη και την καταστολή του εγκλήματος και της «τρομοκρατίας». Διθύραμβοι στο διεθνή τύπο και ο Νασιάκος περιχαρής να παρασημοφορείται από τον αρχηγό (του) του FBI… και ο Μαραγκάκης νεκρός, πήγε να βρει τον Κουμή, την Κανελλοπούλου, τον Καλτεζά, το νεαρό Σέρβο της Θεσσαλονίκης, τους ανώνυμους μετανάστες, νεκρούς από «εξοστρακισμένες σφαίρες στα σύνορα. Και τόσους άλλους.
Η πόλη γεμάτη μπλε και χακί …πρόσκοπους με το όπλο στο χέρι. «Είμαστε όλοι τρομοκράτες» τραγουδούσε ο Νικόλας Άσιμος. Το τελευταίο φρούτο: μπουλούκια μασκοφόρων ασφαλιτών, δίπλα σε κάθε πορεία σχεδόν, τραβούν πολλές φορές με κάμερες τα πρόσωπα των διαδηλωτών μην τυχόν κι έχει ξεφύγει κανείς από τις εκατοντάδες στημένες κάμερες των δρόμων. Το «1984″ του Όργουελ μοιάζει τόσο ξεπερασμένο από την πραγματικότητα…
Είναι γεγονός ότι και στις πλέον ανεκτικές περιόδους μετά τη μεταπολίτευση είχαμε κρούσματα αστυνομικής βίας και ασυδοσίας με νεκρούς διαδηλωτές (Κουμής, Κανελλοπούλου, Καλτεζάς, κ.ά.), μικροπαραβάτες ή απλά ανθρώπους που η φάτσα τους δεν άρεσε σε κάποιο, έμπλεο υπερβάλλοντος ζήλου, όργανο. Υπήρχαν, όμως, νομικές δικλείδες ασφαλείας που περιόριζαν την οπλοφορία και την οπλοχρησία των αστυνομικών (έστω κι αν πάντα παρέμεναν κενό γράμμα).
Tα τελευταία χρόνια, και ειδικά μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001, το νομικό πλαίσιο που αφορά ζητήματα οπλοκατοχής και οπλοχρησίας των αστυνομικών, παρακολουθήσεις πολιτών, κατασταλτικές ενέργειες και γενικότερα όλη τη δράση των σωμάτων ασφαλείας σκληραίνει, δίνοντάς τους εξουσίες που σε πολλές περιπτώσεις αναιρούν θεμελιώδεις εγγυήσεις ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Από το «κοινωνικό» κράτος (που δεν έπαψε ποτέ να είναι ταξικό) και τη λογική της ενσωμάτωσης και του καρότου περάσαμε αμετάκλητα πια στον ακραίο νεοφιλελευθερισμό και το μαστίγιο της προληπτικής καταστολής και της μηδενικής ανοχής για να προληφθούν οι αναπόφευκτες ατομικές και κυρίως οι κοινωνικές εκρήξεις που γεννά η φτώχεια, η εξαθλίωση και η αλλοτρίωση. Η γενικότερη αντεργατική και αντιλαϊκή πολιτική παράγει, εκτός από κέρδη, φτώχεια και εγκληματικότητα, που εντείνει την αστυνομική βία κι αυτή με τη σειρά της την παραβατικότητα. Φαύλος κύκλος! Δεν είναι, νομίζω, υπερβολή να πούμε ότι αγορά και καταστολή, ελεύθερο εμπόριο και περιορισμός των κοινωνικών ελευθεριών, ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων και σκλήρυνση της κρατικής βίας πάνε χέρι-χέρι.
Ο νεαρός Μαραγκάκης, οι νεκροί μετανάστες των συνόρων (όλοι από «εξοστρακισμένες» σφαίρες που καταλήγουν στα σώματά τους), οι κάτοικοι του Αγίου Δημητρίου που πάλευαν ενάντια στην τοποθέτηση καρκινογόνων εγκαταστάσεων της ΔΕΗ στον τόπο τους, οι εξαπατημένοι παλλινοστούντες που βγήκαν στο δρόμο διεκδικώντας στέγη πέρσι το καλοκαίρι, οι κάτοικοι περιοχών της Αττικής που αντιδρούσαν στην εγκατάσταση χωματερών, οι εργαζόμενοι στους ΟΤΑ που προσπαθούσαν ν’ αποτρέψουν απεργοσπάστες, όλοι αυτοί και πολλοί άλλοι ξυλοδαρμένοι και αρκούντως ψεκασμένοι διαδηλωτές (με χημικά που η χρήση τους στον πόλεμο είναι απαγορευμένη από διεθνείς συμβάσεις, αλλά χρησιμοποιούνται αφειδώς στον εσωτερικό κοινωνικό πόλεμο), αποδεικνύουν ότι η καταστολή στις μέρες μας δεν αφορά κάποιες μικρές δυναμικές ομάδες μόνο, δεν αφορά αυτούς που «πάνε γυρεύοντας», αλλά τον καθένα από εμάς που θα σηκώσει λίγο κεφάλι, θα διεκδικήσει το ψωμί ή την υγεία των παιδιών του ή απλά θα προσπεράσει αφηρημένος κάποιο αστυνομικό μπλόκο.
Το δόγμα της ασφάλειας, της προληπτικής καταστολής και της μηδενικής ανοχής περνά -και την αλλοιώνει- και στη δουλειά των δασκάλων. Όλοι μας έχουμε ακούσει τους διευθυντές μας να τονίζουν, άλλοι με αγωνία, άλλοι επιτακτικά, ότι η ασφάλεια των παιδιών προέχει και επισκιάζει όλα τ’ άλλα. Όλοι μας αγχωνόμαστε τις μέρες που έχουμε εφημερία στην αυλή. Όλοι μας έχουμε νιώσει κάποιες στιγμές σαν …παιδοβοσκοί που προσπαθούν να καταστείλουν την ενεργητικότητα των παιδιών που τρέζουν αλαφιασμένα σε αυλές-κλουβιά. Για να μην πω για τα κατά καιρούς έγγραφα του Υπουργείου Εσωτερικών που έφταναν κάποτε να καθιστούν τους εκπαιδευτικούς χαφιέδες οι οποίοι υποχρεώνονταν όχι μόνο να μη γράφουν μεταναστόπουλα με ελλειπή χαρτιά στο σχολείο, αλλά και να τα καταδίδουν εις τας αρχάς! Ευτυχώς τα αντανακλαστικά της εκπαιδευτικής κοινότητας λειτούργησαν και τα συγκεκριμένα έγγραφα αποσύρθηκαν (ως πότε άραγε;).
Μάης 2006 – Αντίλογος, Σκέψεις, με αφορμή τα μαθήματα ελληνικών σε μετανάστες
Για τα μαθήματα σε μετανάστες
Η Τζουλιέτα, η Μιγκένα, ο Φαρούκ, η Νάντρα, η Παρμτζίτ, ο Νιλουνέ. Άνθρωποι από κάθε γωνιά του πλανήτη: Αλβανία, Ερυθραία, Αίγυπτος, Σρι Λάνκα, Ινδία, Πακιστάν. Καθολικοί, Μουσουλμάνοι, Σικ, Βουδιστές.
Άνθρωποι τόσο διαφορετικοί και τόσο ίδιοι. Ίδια η νοσταλγία και η περηφάνια όταν μιλά ο καθένας για τη δική του πατρίδα. Ίδια η δίψα να μάθουν ελληνικά, όχι μόνο για να βοηθήσουν τα παιδιά τους στο σχολείο, αλλά και για να μπορούν οι ίδιοι να κινηθούν σ’ αυτόν το νέο τόπο που τους έριξε η ανάγκη, να μπορούν να κοιτούν τους ντόπιους στα μάτια και να εκφράζονται στη γλώσσα τους, μπας και μαλακώσουν κάπως τα αποδοκιμαστικά ή περιφρονητικά βλέμματα που εισπράττουν.
Σκόρπιες κουβέντες για ρατσισμό και προκατάληψη. Για την υποκριτική αντιρατσιστική πολιτική του ελληνικού κράτους που καταλήγει στις ουρές με τις ώρες και στο χαράτσι κάθε έξι μήνες για την πράσινη κάρτα.
Δεν έχουν παράπονο, «δουλειά υπάρχει, αν θες να δουλέψεις», λένε και το εννοούν. Η πλειοψηφία είναι οικιακές βοηθοί. Δεν ντρέπονται, δεν μεμψιμοιρούν, είναι περήφανες που στηρίζονται στα χέρια τους, για να ζήσουν τις οικογένειές τους, έστω και σε υπόγειο δυαράκι, έστω και με τρέξιμο από το πρωί μέχρι αργά το απόγευμα για να βγει το μεροκάματο. Ο Αλή είναι οικοδόμος. Σ’ ένα διάλειμμα μου μιλά για ρουφιανιές ανάμεσα σε παλιούς και νέους στο γιαπί, για το ότι ο ίδιος δεν φοβάται για τη δουλειά του γιατί δουλεύει σα σκυλί και το αφεντικό το εκτιμά πολύ. Ποιο αφεντικό δεν το εκτιμά αυτό, άραγε;
Σκόρπιες κουβέντες για την αντεργατική επίθεση παγκόσμια και την ανάγκη να είναι ενωμένοι έλληνες και ξένοι εργάτες.
Για δύο ώρες τη βδομάδα βρισκόμαστε με ανθρώπους που δεν έχουμε πολλές ευκαιρίες να συναναστραφούμε. Διδάσκουμε και διδασκόμαστε. Ο αφανής κόσμος των υπογείων μας αποκαλύπτεται ( όχι εύκολα, όχι άμεσα ). Δεν πληρώνονται, δεν πληρωνόμαστε, άρα είναι αυθεντική η συμμετοχή τους και ξέρεις ότι κάτι κερδίζουν για να συνεχίζουν να έρχονται (μια νέα λέξη, μια φράση, λίγη περηφάνια, λίγη ελπίδα ίσως). Κερδίζουμε κι εμείς. Πολλά, πάρα πολλά. Ως άνθρωποι, ως εργαζόμενοι, ως εκπαιδευτικό κίνημα.
Δεν τους κοροϊδεύουμε, δεν υποκρινόμαστε κάτι που δεν θέλουμε να είμαστε. Ξεκαθαρίσαμε από την πρώτη στιγμή ότι δεν είμαστε ιεραπόστολοι, φιλάνθρωποι, εθελοντές, «καλοί άνθρωποι». Μιλήσαμε για αλληλεγγύη ανάμεσα σε φτωχούς ανθρώπους (είμαστε λιγότερο φτωχοί, αλλά στην ίδια όχθη μ’ αυτούς τους ανθρώπους πιστεύω). Αρκεί αυτό; Προφανώς όχι. Για τους συγκεκριμένους είκοσι ανθρώπους έγινε σαφές, αλλά για την υπόλοιπη κοινωνία ο εθελοντισμός που επαγγέλλεται ο Γιωργάκης, η φιλανθρωπία της Αγάπης Βαρδινογιάννη και τα απογευματινά μαθήματα κάποιων δασκάλων σε μετανάστες είναι περίπου το ίδιο πράγμα.
Μπορεί αυτό το εγχείρημα να πάρει πολιτικά χαρακτηριστικά; Ή τουλάχιστον να οριοθετηθεί απέναντι στον εθελοντισμό και την φιλανθρωπία των πάνω; Μπορεί να διαχυθεί σε περισσότερα σχολεία της Αθήνας; Μπορούμε να παράγουμε υλικό διδασκαλίας που θα ξεφεύγει από τον ελληνοκεντρισμό και το δυτικότροπο περιεχόμενο (μην ξεχνάμε ότι η πλειοψηφία των εγχειριδίων που γράφτηκαν για τη διδασκαλία της ελληνικής ως ξένης γλώσσας έχουν ως κύριο στοιχείο την ελληνομάθεια και τον κόσμο των μικροαστών). Μπορούμε να μιλήσουμε για το ρατσισμό, τον εθνικισμό, τον ιμπεριαλισμό, τον κοινωνικό πόλεμο μέσα στις σχολικές αίθουσες ή θα γίνουμε άλλο ένα γραναζάκι στην προσπάθεια ενσωμάτωσης και «ελληνοποίησης» των μεταναστών που θέλουν οι κυρίαρχοι;
Η Παιδαγωγική Ομάδα πρέπει να ζωντανέψει και κυρίως να κουβεντιάσει και να βάλει απτούς στόχους.
Άνοιξη 2007 – Αντίλογος Νο 7 – Για τους αγώνες για την εκπαίδευση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου