Του Θωμά Σκουτέρη*
Η πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών να παραπέμψει στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο της Χάγης τη διερεύνηση εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας στη Λιβύη είναι προφανώς ευπρόσδεκτη. Και πως δεν θα ήταν άλλωστε; Η απόφαση έχει τεράστιο συμβολικό χαρακτήρα, καθώς, θεωρητικά τουλάχιστον, καταδεικνύει τη βιαιότητα του καθεστώτος του Μουαμάρ Καντάφι. Όλα δείχνουν μάλιστα ότι ο εισαγγελέας κ. Μορένο-Οκάμπο θα βρει επαρκή στοιχεία για να απαγγείλει κατηγορίες ώστε να εκδοθούν εντάλματα σύλληψης από το Δικαστήριο. Η κίνηση αυτή του Συμβουλίου Ασφαλείας φαίνεται να ανταποκρίνεται επίσης στον ρόλο των Ηνωμένων Εθνών ως εγγυητή της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας και άλλων βασικών αρχών του Καταστατικού Χάρτη.
Ώς εδώ καλά. Η απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας όμως εντάσσεται και στο ιστορικό-πολιτικό πλαίσιο παρομοίων πρακτικών των Ηνωμένων Εθνών που εγείρουν το εξής ερώτημα: Μήπως η παραπομπή στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο υπηρετεί και ως άλλοθι για την αναβλητική στάση της διεθνούς κοινότητας στο θέμα της Λιβύης συνολικότερα, αναβλητικότητα την οποία θεωρεί υπεύθυνη σήμερα και ο Μπερνάρ Κουσνέρ, πρώην υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας; Επιτρέψτε μου να εξηγήσω παραθέτοντας μερικές σκέψεις στο περιθώριο των τελευταίων εξελίξεων.
Η σύντομη ιστορία του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου μας διδάσκει ότι η υπαγωγή στη δικαιοδοσία του δεν οδηγεί απαραίτητα ούτε σε απαγγελίες κατηγοριών ούτε σε συλλήψεις ούτε, φυσικά, σε καταδίκες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η παραπομπή με τον ίδιο τρόπο του Σουδανού προέδρου Ομάρ Αλ-Μπασίρ και η έκδοση εντάλματος σύλληψής του. Ο Μπασίρ παραμένει ασύλληπτος. Η σχετική έρευνα του Δικαστηρίου ανεστάλη μάλιστα πριν από μερικές μέρες, διότι εκτιμήθηκε από τον εισαγγελέα ότι η παραμονή του στην εξουσία μπορεί να έχει θετικότερα αποτελέσματα για την ειρήνη στην περιοχή και την ανεξαρτησία του Νοτίου Σουδάν από την άσκηση πιέσεων για τη σύλληψή του.
Μολονότι άκομψο να το θυμίζει κανείς, η διεθνής κοινότητα ίδρυσε διεθνή ποινικά δικαστήρια στο παρελθόν (όπως αυτά για τη Γιουγκοσλαβία και τη Ρουάντα) στον απόηχο της κατακραυγής της κοινής γνώμης για την έλλειψη αποφασιστικότητάς της ή ακόμα και την ανοχή της. Επίσης, οι πολιτικές επιλογές του Συμβουλίου Ασφαλείας δεν οδήγησαν σε αντίστοιχες αποφάσεις στις περιπτώσεις της ΝΑΤΟϊκής επέμβασης στο Κόσοβο, στην Τσετσενία, στο Ιράκ η στο Αφγανιστάν, όπου υπάρχουν βάσιμες υποψίες ότι εγκλήματα πολέμου ή εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας έχουν επίσης τελεστεί.
Στην περίπτωση της Λιβύης, πολλές ευρωπαϊκές χώρες αποσιωπούν συστηματικά παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στον βωμό οικονομικών συμφερόντων. Από την πρώτη μέρα της εξέγερσης, όπως και στην περίπτωση της Αιγύπτου, η διεθνής κοινότητα ακροβατεί ανάμεσα στην επικοινωνιακή καταδίκη της χρήσης βίας από τις δυνάμεις καταστολής και την απροθυμία της να εκτεθεί σε πιο αποφασιστικές πολιτικές δράσεις, που όμως θα ανταποκρίνονταν πολύ καλύτερα στον ρόλο που έχει θεσμικά αναλάβει από τον καταστατικό χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.
Η παραπομπή της υπόθεσης της Λιβύης στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο της Χάγης αποφέρει τεράστια επικοινωνιακά κέρδη για τη διεθνή κοινότητα. Οι χώρες-μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας φέρονται να ενεργούν αποφασιστικά, αποσπώντας προνομιακό ηθικό πλεονέκτημα στη διαχείριση της μετά-Καντάφι εποχής. Παράλληλα όμως υποφωτίζει την απροθυμία τους να αναλάβουν το κόστος ουσιαστικής δράσης στη Λιβύη, αλλά και σε άλλες περιπτώσεις όπως το Ιράκ, την Παλαιστίνη, το Κουρδιστάν ή το Αφγανιστάν - για να αναφέρουμε μόνο τα πιο γνωστά παραδείγματα. Ο ανθρωπισμός δεν μπορεί να είναι σκόπιμα επιλεκτικός και να διατηρεί ταυτόχρονα το ηθικό του πλεονέκτημα.
Είναι αλήθεια ότι μπορεί να καταφέρει τελικά το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο της Χάγης να απαγγείλει κατηγορίες και να τιμωρήσει κάποιους για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας στη Λιβύη - το ευχόμαστε ολόψυχα. Τέτοια επιλεκτική και επικοινωνιακή χρήση της Διεθνούς Δικαιοσύνης κινδυνεύει όμως να υποβαθμίσει τον ρόλο της στην διεθνή έννομη τάξη. Η παραπομπή του Καντάφι και η καταδίκη κάποιων λίγων σε επιλεγμένες διεθνείς κρίσεις δεν μπορεί να λειτουργεί ως ανθρωπιστικό άλλοθι για την πολιτική ανοχή στις συνθήκες και τις πολιτικές που οδηγούν στη δημιουργία τους. Μπορεί το ίδιο το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο να μη φέρει ουσιαστικές ευθύνες γι' αυτό. Οφείλει όμως, μαζί με την ακαδημαϊκή κοινότητα και τα ΜΜΕ, να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων και να διαχωρίσουν την ουσία του πράγματος από τα επικοινωνιακά τεχνάσματα.
* Ο Θ. Σκουτέρης είναι αναπληρωτής καθηγητής Διεθνούς Δικαίου στο Αμερικανικό Πανεπιστήμιο του Καΐρου, www.thomasskouteris.net
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου