Τον τελευταίο καιρό συζητείται εντόνως η εξαγγελθείσα πρόθεση του υπουργείου Παιδείας να προβεί σε «Καλλικράτη» στην Παιδεία, με το όνομα «Αθηνά», που θα υλοποιεί καταργήσεις και συγχωνεύσεις Τμημάτων Πανεπιστημίων και ΤΕΙ. Διακηρύσσεται μάλιστα πως αυτός ο σχεδιασμός θα έχει ολοκληρωθεί μέχρι τον Φεβρουάριο, ούτως ώστε οι υποψήφιοι στις πανελλήνιες εξετάσεις της επόμενης χρονιάς να δηλώσουν σχολές προτίμησης με βάση αυτήν τη νέα εικόνα και χωροθέτηση των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων της χώρας.
Πριν από κάθε είδους όμως εκπαιδευτικό σχεδιασμό, η πολιτεία οφείλει να ορίσει τους στόχους της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, με βάση τις νέες εξελίξεις στις επιστήμες και τις τέχνες και με βάση τις νέες απαιτήσεις των κοινωνιών. Η τριτοβάθμια εκπαίδευση αποσκοπεί αφ’ ενός στην
περαιτέρω πνευματική καλλιέργεια των ανθρώπων, αφ’ ετέρου στη συμβολή της στην ανάπτυξη της χώρας. Με άλλα λόγια, πρέπει να αποσκοπεί:
· αφ’ ενός στο να δημιουργεί επιστήμονες με τον τρίπτυχο στόχο α) να είναι ικανοί να ανταποκριθούν με τον καλύτερο τρόπο στις απαιτήσεις του αντιστοίχου επαγγέλματός τους, αλλά ταυτόχρονα να είναι πρωτοπόροι στην έρευνα, θεωρώντας την εξίσου κύρια αρμοδιότητά τους, β) να έχουν το γνωστικό υπόβαθρο που θα τους καθιστά ικανούς να παρακολουθούν αλλά και να προβλέπουν την εξέλιξη της επιστήμης τους, καθώς και την προς τούτο απαιτούμενη διεπιστημονική εμβέλεια και γ) να συμμετέχουν ενεργά στην εξέλιξη του Πολιτισμού και στην ανάπτυξη των αξιών στις οποίες θα εδράζονται οι κοινωνίες του μέλλοντος,
· αφ’ ετέρου να ικανοποιούν αλλά και να προβλέπουν τις γενικότερες αναπτυξιακές ανάγκες της χώρας, ανάπτυξη που θα προβλέπουν, θα δημιουργούν και θα προσανατολίζουν.
Η πολιτεία όμως καταδήλως δεν δείχνει να λαμβάνει σοβαρά υπ’ όψιν της αυτούς τους στόχους των Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων[i]. Εξηγούμεθα:
Η χώρα μας βρίσκεται σήμερα στην ανάγκη να αντιμετωπίσει σοβούσα οικονομική κρίση, κρίση άλλωστε που δεν είναι μόνο ελληνική. Αυτή η κρίση θα πρέπει όμως να αντιμετωπιστεί στη βάση της και όχι στις αμέσως φανερές επιπτώσεις της. Επικεντρωνόμενοι στην Παιδεία και στα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα [ii], το φαινόμενο σε περιόδους κρίσης – όπως η σημερινή – είναι η «λογιστική» τους διάσταση, η ουσία όμως (εξακολουθεί να) βρίσκεται στη συμβολή τους στην ανάπτυξη των κοινωνιών και σε όλες τις ευρύτερες επιπτώσεις τους, επιπτώσεις που προβαλλόμενες στον χρόνο εμπεριέχουν και τη στενά «λογιστική» διάσταση.
Στη χώρα μας, αυτή την κρίση – που πολύ κακώς τη θεωρούμε μόνο οικονομική, ενώ είναι κατ’ αρχήν πολιτική και πολιτισμική – φαίνεται πως την αντιμετωπίζουμε προσπαθώντας να συλλέξουμε χρήματα πουλώντας δημόσιες επιχειρήσεις και δημόσια περιουσία. Επί πλέον μειώνοντας μισθούς και συντάξεις, προσπαθώντας με άλλα λόγια να εξοικονομήσουμε χρήματα μέσω μιας «εσωτερικής υποτίμησης», μοντέλο όμως που έχει ιστορικά αποτύχει – π.χ. στην Αγγλία. Το μοντέλο αυτό καταδήλως και στην περίπτωσή μας έχει αποτύχει, ακόμα και το ΔΝΤ έχει αρχίσει να το απορρίπτει. Η οικονομική κρίση όμως – αν θέλουμε να επικεντρωθούμε μόνο σε αυτή – αντιμετωπίζεται μόνο με ανάπτυξη, τελευταία όλοι το αποδέχονται και το διακηρύσσουν, χωρίς όμως συγκεκριμένες προτάσεις και χωρίς συγκεκριμένες πολιτικές ενέργειες. Η δε πολιτική και πολιτισμική κρίση, απ’ όπου αυτή η οικονομική κρίση προέρχεται, αντιμετωπίζεται με την ανάπτυξη της Παιδείας και της συνακόλουθης συνειδητοποίησης των λανθασμένων δρόμων στους οποίους έχουμε οδηγηθεί, σε μεγάλο βαθμό εκών άκων.
Στο αμιγώς οικονομικό επίπεδο, οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες δείχνουν να έχουν ήδη βρει τον δρόμο διαφυγής: αυτόν της μιας «πάση δυνάμει» ανάπτυξης των κρατών. Αυτό μεταφράζεται σε ανάπτυξη όλων των Περιφερειών τους, με ανάδειξη και αναπτυξιακή αξιοποίηση όλου του δυνάμει πλούτου τους, πλούτου τους σε εδαφικό και ανθρώπινο κεφάλαιο, με συνακόλουθη την εδαφική και κοινωνική συνοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που αποτελεί και κύριο ζητούμενο. Στην περίπτωση της Παιδείας, έχουν αναγνωρίσει τον αναπτυξιακό της ρόλο και άρα με αναπτυξιακά κριτήρια [iii] αντιμετωπίζουν την Ανώτατη αλλά και κάθε άλλου είδους εκπαίδευση. Ακριβώς δηλαδή αυτό που δεν κάνουμε εμείς, είτε λόγω ανικανότητας είτε γιατί δεν μας ενδιαφέρει είτε και για τα δύο αυτά μαζί.
Είναι σαφές πως ο επιδιωκόμενος εξορθολογισμός των Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων της χώρας μας, ως προς το περιεχόμενό τους, τον σκοπό τους και τον τρόπο λειτουργίας τους, καθώς και η λειτουργική χωροταξική κατανομή τους στην επικράτεια, προϋποθέτει, από την κεντρική πολιτική διοίκηση του κράτους, σαφές αναπτυξιακό σχέδιο της χώρας και των Περιφερειών της, με συνακόλουθη σαφή αναπτυξιακή στόχευση των εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων που ιδρύει, ενισχύει ή μεταλλάσσει. Είναι επιτακτικό λοιπόν να γίνουν τα ακόλουθα:
1. Επαναπροσδιορισμός των στόχων όλων των εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, ιδιαιτέρως αυτών των Περιφερειών. Οι Περιφέρειες διαθέτουν διαφορετικών δυνατοτήτων εδαφικό κεφάλαιο, που μπορεί να οδηγήσει σε διαφορετικές αναπτυξιακές εξειδικεύσεις τους. Η πολιτεία οφείλει να τους παράσχει την αυτονομία να μπορούν να σχεδιάσουν την ιδιαίτερη αναπτυξιακή στρατηγική τους[iv] και σε αυτήν να εντάξουν τον σχεδιασμό των Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων τους. Υπάρχουν απολύτως αντιλειτουργικά Τμήματα Πανεπιστημίων και ΤΕΙ σε περιφερειακές πόλεις, ανορθολογικώς και αντιεπιστημονικώς σχεδιασμένα. Θεωρούμε πως ενισχύουμε τις περιφερειακές αυτές πόλεις μαζεύοντας φοιτητές που θα νοικιάζουν διαμερίσματα και θα καταναλώνουν στα τοπικά καταστήματα. Συχνά εγκλωβίζουμε τους νέους μας (και τις οικογένειές τους) σε τετραετείς και πενταετείς δαπανηρές και σχεδόν άχρηστες γι’ αυτούς και για τη χώρα σπουδές, σε Εκπαιδευτικά Ιδρύματα που δημιουργήθηκαν επιπόλαια και ανόητα, συνήθως για λόγους «πελατειακούς», από πολιτικούς ανίκανους να δουν πέραν των άμεσων εκλογικών τους επιδιώξεων. Ουδεμία μέριμνα για την ανάγκη εκπαίδευσης σχετικής με τις ιδιαίτερες αναπτυξιακές δυνατότητες των Περιφερειών αυτών, ουδεμία μέριμνα για την ανάπτυξη του εν δυνάμει πλούτου τους.
2. Η πολιτεία οφείλει κατόπιν αυτού να βάλει σε τάξη το εκπαιδευτικό τοπίο της χώρας. Οφείλει να χαρακτηρίσει, ονοματίσει, ορθολογικοποιήσει και ενισχύσει τα Τριτοβάθμια Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, με βάση τα διεθνή δεδομένα και τη διεθνή σχετική ορολογία: 2-3 χρόνια σπουδών οι επαγγελματικές σχολές ανάπτυξης δεξιοτήτων, 4 χρόνια τα Πανεπιστήμια, 5 χρόνια για την απόκτηση Master, 7-8 χρόνια για απόκτηση Διδακτορικού κ.ο.κ. Με άλλα λόγια, τα έτη σπουδών και οι ονομασίες των Ιδρυμάτων αυτών να ανταποκρίνονται στο πραγματικό γνωστικό περιεχόμενο και σκοπό τους και όχι στις φαντασιώσεις των ελλιπώς ενημερωμένων κοινωνιών. Δεν είναι δυνατόν τριτοβάθμια τετραετή Εκπαιδευτικά Ιδρύματα να μην ονομάζονται Πανεπιστήμια. Δεν είναι δυνατόν να απαιτούνται τέσσερα ή πέντε έτη σπουδών, όταν το γνωστικό περιεχόμενο των Ιδρυμάτων και ο σκοπός τους καλύπτεται με τρία ή και δύο έτη σπουδών – και όπου οι σπουδαστές να μπορούν να εισέρχονται σε αυτά άνευ εξετάσεων και άνευ ανορθολογικών δαπανών και αποπροσανατολισμού των νέων μας και των οικογενειών τους, Ιδρύματα επικεντρωμένα στις ιδιαίτερες ανάγκες ανάπτυξης των Περιφερειών τους. Θα πρέπει άλλωστε κάποτε να αποδώσουμε και στη δευτεροβάθμια Εκπαίδευση τον πραγματικό της ρόλο.
3. Οφείλει επιπροσθέτως η πολιτεία να δημιουργήσει Εκπαιδευτικά Κέντρα Αριστείας, επικεντρωμένα κυρίως στην έρευνα. Έχουν ήδη αναπτυχθεί τέτοιες «κυψέλες» σε διάφορα σημεία της χώρας, που μπορούν και πρέπει να αποκτήσουν περαιτέρω διεθνή εμβέλεια (το όφελος θα είναι και «λογιστικό»). Η πολιτεία οφείλει να μεριμνήσει γι’ αυτό, τρόποι υπάρχουν πολλοί και δεν είναι του παρόντος να αναφερθούμε σε αυτούς. Σίγουρα πάντως δεν αποτελεί τρόπο ενίσχυσής τους η παραπομπή των καθηγητών τους στα συσσίτια του στρατού για να επιβιώσουν.
Όλοι οι μέχρι τώρα εκπαιδευτικοί σχεδιασμοί στη χώρα μας έγιναν καταδήλως με κριτήρια που ουδόλως έχουν σχέση με τις παραπάνω αποστολές των Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων. Ελπίζουμε όμως ότι θα αντιμετωπίζουμε στο εξής με σοβαρότητα την κατάσταση, δεδομένου πως «έχει φτάσει ο κόμπος στο χτένι». Η ιστορία του νεοελληνικού κράτους δείχνει άλλωστε πως πάντα έτσι λειτουργούσαμε.
______________________________
[i] Στόχους στους οποίους πρέπει να προσβλέπουν όχι μόνο τα τριτοβάθμια, αλλά και τα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα όλων των υπολοίπων βαθμίδων.
[ii] Δεν είναι ταυτόσημες έννοιες, απλώς η κάθε μία εμπεριέχει ή πρέπει να εμπεριέχει και την άλλη.
[iii] Όπου στην ανάπτυξη περιλαμβάνεται και η «συνολική παραγωγικότητα», στην οποίαν εντάσσεται και ο Πολιτισμός.
[iv] Εσχάτως έχει εισαχθεί ο όρος της Ολοκληρωμένης Χωρικής Αναπτυξιακής Στρατηγικής, όρος που απηχεί τη σχετική διαπιστωθείσα αδήριτη ανάγκη.
Πριν από κάθε είδους όμως εκπαιδευτικό σχεδιασμό, η πολιτεία οφείλει να ορίσει τους στόχους της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, με βάση τις νέες εξελίξεις στις επιστήμες και τις τέχνες και με βάση τις νέες απαιτήσεις των κοινωνιών. Η τριτοβάθμια εκπαίδευση αποσκοπεί αφ’ ενός στην
περαιτέρω πνευματική καλλιέργεια των ανθρώπων, αφ’ ετέρου στη συμβολή της στην ανάπτυξη της χώρας. Με άλλα λόγια, πρέπει να αποσκοπεί:
· αφ’ ενός στο να δημιουργεί επιστήμονες με τον τρίπτυχο στόχο α) να είναι ικανοί να ανταποκριθούν με τον καλύτερο τρόπο στις απαιτήσεις του αντιστοίχου επαγγέλματός τους, αλλά ταυτόχρονα να είναι πρωτοπόροι στην έρευνα, θεωρώντας την εξίσου κύρια αρμοδιότητά τους, β) να έχουν το γνωστικό υπόβαθρο που θα τους καθιστά ικανούς να παρακολουθούν αλλά και να προβλέπουν την εξέλιξη της επιστήμης τους, καθώς και την προς τούτο απαιτούμενη διεπιστημονική εμβέλεια και γ) να συμμετέχουν ενεργά στην εξέλιξη του Πολιτισμού και στην ανάπτυξη των αξιών στις οποίες θα εδράζονται οι κοινωνίες του μέλλοντος,
· αφ’ ετέρου να ικανοποιούν αλλά και να προβλέπουν τις γενικότερες αναπτυξιακές ανάγκες της χώρας, ανάπτυξη που θα προβλέπουν, θα δημιουργούν και θα προσανατολίζουν.
Η πολιτεία όμως καταδήλως δεν δείχνει να λαμβάνει σοβαρά υπ’ όψιν της αυτούς τους στόχους των Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων[i]. Εξηγούμεθα:
Η χώρα μας βρίσκεται σήμερα στην ανάγκη να αντιμετωπίσει σοβούσα οικονομική κρίση, κρίση άλλωστε που δεν είναι μόνο ελληνική. Αυτή η κρίση θα πρέπει όμως να αντιμετωπιστεί στη βάση της και όχι στις αμέσως φανερές επιπτώσεις της. Επικεντρωνόμενοι στην Παιδεία και στα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα [ii], το φαινόμενο σε περιόδους κρίσης – όπως η σημερινή – είναι η «λογιστική» τους διάσταση, η ουσία όμως (εξακολουθεί να) βρίσκεται στη συμβολή τους στην ανάπτυξη των κοινωνιών και σε όλες τις ευρύτερες επιπτώσεις τους, επιπτώσεις που προβαλλόμενες στον χρόνο εμπεριέχουν και τη στενά «λογιστική» διάσταση.
Στη χώρα μας, αυτή την κρίση – που πολύ κακώς τη θεωρούμε μόνο οικονομική, ενώ είναι κατ’ αρχήν πολιτική και πολιτισμική – φαίνεται πως την αντιμετωπίζουμε προσπαθώντας να συλλέξουμε χρήματα πουλώντας δημόσιες επιχειρήσεις και δημόσια περιουσία. Επί πλέον μειώνοντας μισθούς και συντάξεις, προσπαθώντας με άλλα λόγια να εξοικονομήσουμε χρήματα μέσω μιας «εσωτερικής υποτίμησης», μοντέλο όμως που έχει ιστορικά αποτύχει – π.χ. στην Αγγλία. Το μοντέλο αυτό καταδήλως και στην περίπτωσή μας έχει αποτύχει, ακόμα και το ΔΝΤ έχει αρχίσει να το απορρίπτει. Η οικονομική κρίση όμως – αν θέλουμε να επικεντρωθούμε μόνο σε αυτή – αντιμετωπίζεται μόνο με ανάπτυξη, τελευταία όλοι το αποδέχονται και το διακηρύσσουν, χωρίς όμως συγκεκριμένες προτάσεις και χωρίς συγκεκριμένες πολιτικές ενέργειες. Η δε πολιτική και πολιτισμική κρίση, απ’ όπου αυτή η οικονομική κρίση προέρχεται, αντιμετωπίζεται με την ανάπτυξη της Παιδείας και της συνακόλουθης συνειδητοποίησης των λανθασμένων δρόμων στους οποίους έχουμε οδηγηθεί, σε μεγάλο βαθμό εκών άκων.
Στο αμιγώς οικονομικό επίπεδο, οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες δείχνουν να έχουν ήδη βρει τον δρόμο διαφυγής: αυτόν της μιας «πάση δυνάμει» ανάπτυξης των κρατών. Αυτό μεταφράζεται σε ανάπτυξη όλων των Περιφερειών τους, με ανάδειξη και αναπτυξιακή αξιοποίηση όλου του δυνάμει πλούτου τους, πλούτου τους σε εδαφικό και ανθρώπινο κεφάλαιο, με συνακόλουθη την εδαφική και κοινωνική συνοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που αποτελεί και κύριο ζητούμενο. Στην περίπτωση της Παιδείας, έχουν αναγνωρίσει τον αναπτυξιακό της ρόλο και άρα με αναπτυξιακά κριτήρια [iii] αντιμετωπίζουν την Ανώτατη αλλά και κάθε άλλου είδους εκπαίδευση. Ακριβώς δηλαδή αυτό που δεν κάνουμε εμείς, είτε λόγω ανικανότητας είτε γιατί δεν μας ενδιαφέρει είτε και για τα δύο αυτά μαζί.
Είναι σαφές πως ο επιδιωκόμενος εξορθολογισμός των Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων της χώρας μας, ως προς το περιεχόμενό τους, τον σκοπό τους και τον τρόπο λειτουργίας τους, καθώς και η λειτουργική χωροταξική κατανομή τους στην επικράτεια, προϋποθέτει, από την κεντρική πολιτική διοίκηση του κράτους, σαφές αναπτυξιακό σχέδιο της χώρας και των Περιφερειών της, με συνακόλουθη σαφή αναπτυξιακή στόχευση των εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων που ιδρύει, ενισχύει ή μεταλλάσσει. Είναι επιτακτικό λοιπόν να γίνουν τα ακόλουθα:
1. Επαναπροσδιορισμός των στόχων όλων των εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, ιδιαιτέρως αυτών των Περιφερειών. Οι Περιφέρειες διαθέτουν διαφορετικών δυνατοτήτων εδαφικό κεφάλαιο, που μπορεί να οδηγήσει σε διαφορετικές αναπτυξιακές εξειδικεύσεις τους. Η πολιτεία οφείλει να τους παράσχει την αυτονομία να μπορούν να σχεδιάσουν την ιδιαίτερη αναπτυξιακή στρατηγική τους[iv] και σε αυτήν να εντάξουν τον σχεδιασμό των Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων τους. Υπάρχουν απολύτως αντιλειτουργικά Τμήματα Πανεπιστημίων και ΤΕΙ σε περιφερειακές πόλεις, ανορθολογικώς και αντιεπιστημονικώς σχεδιασμένα. Θεωρούμε πως ενισχύουμε τις περιφερειακές αυτές πόλεις μαζεύοντας φοιτητές που θα νοικιάζουν διαμερίσματα και θα καταναλώνουν στα τοπικά καταστήματα. Συχνά εγκλωβίζουμε τους νέους μας (και τις οικογένειές τους) σε τετραετείς και πενταετείς δαπανηρές και σχεδόν άχρηστες γι’ αυτούς και για τη χώρα σπουδές, σε Εκπαιδευτικά Ιδρύματα που δημιουργήθηκαν επιπόλαια και ανόητα, συνήθως για λόγους «πελατειακούς», από πολιτικούς ανίκανους να δουν πέραν των άμεσων εκλογικών τους επιδιώξεων. Ουδεμία μέριμνα για την ανάγκη εκπαίδευσης σχετικής με τις ιδιαίτερες αναπτυξιακές δυνατότητες των Περιφερειών αυτών, ουδεμία μέριμνα για την ανάπτυξη του εν δυνάμει πλούτου τους.
2. Η πολιτεία οφείλει κατόπιν αυτού να βάλει σε τάξη το εκπαιδευτικό τοπίο της χώρας. Οφείλει να χαρακτηρίσει, ονοματίσει, ορθολογικοποιήσει και ενισχύσει τα Τριτοβάθμια Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, με βάση τα διεθνή δεδομένα και τη διεθνή σχετική ορολογία: 2-3 χρόνια σπουδών οι επαγγελματικές σχολές ανάπτυξης δεξιοτήτων, 4 χρόνια τα Πανεπιστήμια, 5 χρόνια για την απόκτηση Master, 7-8 χρόνια για απόκτηση Διδακτορικού κ.ο.κ. Με άλλα λόγια, τα έτη σπουδών και οι ονομασίες των Ιδρυμάτων αυτών να ανταποκρίνονται στο πραγματικό γνωστικό περιεχόμενο και σκοπό τους και όχι στις φαντασιώσεις των ελλιπώς ενημερωμένων κοινωνιών. Δεν είναι δυνατόν τριτοβάθμια τετραετή Εκπαιδευτικά Ιδρύματα να μην ονομάζονται Πανεπιστήμια. Δεν είναι δυνατόν να απαιτούνται τέσσερα ή πέντε έτη σπουδών, όταν το γνωστικό περιεχόμενο των Ιδρυμάτων και ο σκοπός τους καλύπτεται με τρία ή και δύο έτη σπουδών – και όπου οι σπουδαστές να μπορούν να εισέρχονται σε αυτά άνευ εξετάσεων και άνευ ανορθολογικών δαπανών και αποπροσανατολισμού των νέων μας και των οικογενειών τους, Ιδρύματα επικεντρωμένα στις ιδιαίτερες ανάγκες ανάπτυξης των Περιφερειών τους. Θα πρέπει άλλωστε κάποτε να αποδώσουμε και στη δευτεροβάθμια Εκπαίδευση τον πραγματικό της ρόλο.
3. Οφείλει επιπροσθέτως η πολιτεία να δημιουργήσει Εκπαιδευτικά Κέντρα Αριστείας, επικεντρωμένα κυρίως στην έρευνα. Έχουν ήδη αναπτυχθεί τέτοιες «κυψέλες» σε διάφορα σημεία της χώρας, που μπορούν και πρέπει να αποκτήσουν περαιτέρω διεθνή εμβέλεια (το όφελος θα είναι και «λογιστικό»). Η πολιτεία οφείλει να μεριμνήσει γι’ αυτό, τρόποι υπάρχουν πολλοί και δεν είναι του παρόντος να αναφερθούμε σε αυτούς. Σίγουρα πάντως δεν αποτελεί τρόπο ενίσχυσής τους η παραπομπή των καθηγητών τους στα συσσίτια του στρατού για να επιβιώσουν.
Όλοι οι μέχρι τώρα εκπαιδευτικοί σχεδιασμοί στη χώρα μας έγιναν καταδήλως με κριτήρια που ουδόλως έχουν σχέση με τις παραπάνω αποστολές των Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων. Ελπίζουμε όμως ότι θα αντιμετωπίζουμε στο εξής με σοβαρότητα την κατάσταση, δεδομένου πως «έχει φτάσει ο κόμπος στο χτένι». Η ιστορία του νεοελληνικού κράτους δείχνει άλλωστε πως πάντα έτσι λειτουργούσαμε.
______________________________
[i] Στόχους στους οποίους πρέπει να προσβλέπουν όχι μόνο τα τριτοβάθμια, αλλά και τα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα όλων των υπολοίπων βαθμίδων.
[ii] Δεν είναι ταυτόσημες έννοιες, απλώς η κάθε μία εμπεριέχει ή πρέπει να εμπεριέχει και την άλλη.
[iii] Όπου στην ανάπτυξη περιλαμβάνεται και η «συνολική παραγωγικότητα», στην οποίαν εντάσσεται και ο Πολιτισμός.
[iv] Εσχάτως έχει εισαχθεί ο όρος της Ολοκληρωμένης Χωρικής Αναπτυξιακής Στρατηγικής, όρος που απηχεί τη σχετική διαπιστωθείσα αδήριτη ανάγκη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου