Τις τελευταίες ημέρες παίχτηκε και πάλι στο εσωτερικό
προσκήνιο το «παιχνίδι» του πανικού αναλήψεων. Πληροφορίες που διέρρεαν από
διάφορα κέντρα εμφάνιζαν τους Έλληνες πολίτες σε τραπεζικό πανικό.
Να σπεύδουν, δηλαδή, στα γκισέ των τραπεζών για να
σηκώσουν τις καταθέσεις τους εν όψει μιας εξόδου από το ευρώ ή έστω μιας αλλαγής
της πολιτικής κατάστασης.
Τίποτε πιο παραπλανητικό, αφού τα ίδια κέντρα, ιδίως
από το εξωτερικό, φαίνεται να επιδιώκουν να στήσουν ένα τέτοιο σκηνικό, με πρωτοσέλιδα
δημοσιεύματα που αναφέρονται ακριβώς σε αυτό που θέλουν να επιτύχουν: στον
τραπεζικό πανικό ή το λεγόμενο bank run, όπως το αναφέρουν οι
αγγλοσάξονες.
Ο ψυχολογικός πόλεμος συνεχίστηκε με «ειδήσεις» ότι
επίκειται πλαφόν στις αναλήψεις από τα καταστήματα και τα ΑΤΜ αλλά και πως θα
μπουν περιορισμοί στα εμβάσματα προς το εξωτερικό. Το «πακέτο» διανθίστηκε με
πληροφορίες που έφερναν τους Έλληνες να σηκώνουν μέχρι και ένα δισ. την ημέρα
μετά τις εκλογές.
Την κρίσιμη στιγμή, η Τράπεζα της Ελλάδος, που
επέδειξε ψυχραιμία και υπευθυνότητα, μάζεψε το θέμα, αποφεύγοντας αυτό που
κάποιοι εντός και εκτός της χώρας επιδιώκουν: να
«μαζέψουν» αυτό που απέμεινε
στους Έλληνες. Ας δούμε, τι έγινε, ποια είναι η πραγματικότητα, αλλά και τι
μπορεί ο καθένας να κάνει αν του έχουν μείνει ακόμη καταθέσεις.
Πόσα χρήματα «σηκώθηκαν» από τις τράπεζες το
τελευταίο διάστημα;
Από τις αρχές του Μαΐου έως τα τέλη της περασμένης εβδομάδας
οι αναλήψεις, σύμφωνα με έγκυρες τραπεζικές πηγές, έφτασαν ή και ξεπέρασαν λίγο
το 1,5 δισ. ευρώ. Αυτό που τονίζουν, δε, οι ίδιες πηγές, είναι ότι,
παρά το καταγεγραμμένο κύμα αναλήψεων, μεταξύ των καταθετών το κυρίαρχο
στοιχείο ήταν η ψυχραιμία. Δηλαδή δεν παρατηρήθηκε ο πανικός που είχε
σημειωθεί το 2011 όταν ο φόβος της κατάρρευσης οδήγησε σε κύματα αναλήψεων και
εκροών με ρυθμό που ξεπέρασε και τα 5 δισ. τον μήνα. Τότε το αποτέλεσμα ήταν να
φύγουν συνολικά πάνω από 70 δισ. ευρώ από τη χώρα.
Πόσα χρήματα έχουν φύγει από την Ελλάδα ή έχουν
«σηκωθεί» από το τραπεζικό σύστημα;
Το 2009, λίγο πριν από τις εκλογές, οι καταθέσεις των
Ελλήνων έφτασαν στο απόγειο, αγγίζοντας τα 240 δισ. ευρώ. Σήμερα έχουν πέσει
στα 155-160 δισ. Αυτό σημαίνει ότι κάπου 80 δισ. έφυγαν από τις ελληνικές
τράπεζες. Τα 50 περίπου από αυτά θεωρείται ότι έφυγαν για χώρες του
εξωτερικού, ενώ τα υπόλοιπα χρησιμοποιήθηκαν για την κάλυψη υποχρεώσεων των
νοικοκυριών ή και την καθημερινότητα. Είναι τα λεγόμενα «έτοιμα» ή το «ξίγκι»
που συντηρεί την ελληνική κοινωνία. Το πρόβλημα είναι ότι η απώλεια τόσων
πολλών δισ. ευρώ δυσχεραίνει ιδιαίτερα τη δυνατότητα των τραπεζών να λειτουργήσουν
ικανοποιητικά σε επίπεδο λιανικής.
Πού πήγαν τα χρήματα που έφυγαν στο εξωτερικό; Είναι
νόμιμη η μεταφορά;
Το πρώτο κύμα των καταθέσεων που έφυγαν από την
Ελλάδα έγινε από τους λεγόμενους «ισχυρούς του χρήματος», στις αρχές του 2010,
και είχε προορισμό χώρες της ευρωζώνης (Γερμανία, Βρετανία, Κύπρο) και την Ελβετία.
Η μεταφορά του χρήματος εντός ευρωζώνης είναι απολύτως νόμιμη, εφόσον γίνεται
διατραπεζικά (η μεταβιβάζουσα τράπεζα εγγυάται την προέλευση και τη νομιμότητα
του χρήματος που μεταβιβάζει) εφόσον καλύπτεται από φορολογικές διαβεβαιώσεις
του καταθέτη. Τα πιο σημαντικά δικαιώματα που εκχωρεί η Ε.Ε. στους πολίτες της
είναι οι λεγόμενες τέσσερις θεμελιώδεις ελευθερίες: μετακίνηση εργασίας,
αγαθών, υπηρεσιών και κεφαλαίου. Το άρθρο 66 της συμφωνίας αναφέρει ότι η ελευθερία
κίνησης κεφαλαίων μπορεί να ανασταλεί αλλά μόνο σε σχέση με τρίτες χώρες.
Δηλαδή μπορεί να ανακληθεί, για να σταματήσουν, π.χ., οι ελληνικές εκροές προς
την Ελβετία, αλλά όχι προς τη Γερμανία. Κι αυτός είναι ίσως ο πιο
σημαντικός λόγος για τον οποίο η έξοδος κάποιας χώρας από την ευρωζώνη δεν
μπορεί να πραγματοποιηθεί νομικά εντός της Ε.Ε. Και επομένως, το ένα συμπαρασύρει
και το άλλο...
Πόσο δίκιο έχουν οι πολίτες που φοβούνται και
σηκώνουν τις καταθέσεις τους;
Η εκροή κεφαλαίων με χαμηλό ρυθμό δεν προκαλεί
πανικό. Αυτό όμως μπορεί να ανατραπεί άρδην εφόσον υπάρξει απώλεια
εμπιστοσύνης στο τραπεζικό σύστημα. Ιστορικά, η μαζική εκροή των καταθέσεων
είναι το τελευταίο βήμα πανικού που παρακολουθούμε σε υπό κατάρρευση
τραπεζικά συστήματα. Τον Σεπτέμβριο του 2008 οι καταθέτες έχασαν την
εμπιστοσύνη τους στη βρετανική Northern Rock σε
ένα βράδυ και περίμεναν για ώρες στις ουρές τις ημέρες που ακολούθησαν, για να
«σηκώσουν» τα χρήματά τους, παρά το ότι οι καταθέσεις τους ήταν εγγυημένες.
Τελικά η βρετανική κυβέρνηση κατέληξε να κρατικοποιήσει την τράπεζα. Στην Ιρλανδία,
όμως, όπου την κρίση προκάλεσε η πλήρης χρεοκοπία του τραπεζικού συστήματος,
δεν υπήρξε «bank run»
που να καταστρέψει την οικονομία της χώρας. Στην περίπτωση της Ελλάδας είναι
απολύτως λογικό που οι καταθέτες τραβούν κεφάλαια από τις τράπεζες. Όλοι έχουν
φροντίσει γι’ αυτό, συμπεριλαμβανομένων και των τραπεζικών στελεχών που
έσπειραν κάποτε μόνα τους τον πανικό. Ακολούθησε η χρηματιστηριακή κατάρρευση
και το κούρεμα, που έφερε την ανάγκη ανακεφαλαιοποίησης, δημιουργώντας ρήγματα
στην πίστη του κοινού προς το τραπεζικό σύστημα. Αν σε αυτά προστεθεί η
φημολογία ότι η Ελλάδα μπορεί να φύγει από την ευρωζώνη, τότε είναι λογικό οι
Έλληνες καταθέτες να βγάζουν τα χρήματά τους από τη χώρα ή να τα βάζουν στο…
μαξιλάρι. Η αλήθεια λοιπόν είναι ότι η εκροή καταθέσεων εξελίσσεται εδώ και
δύο χρόνια. Αυτό που βιώνουμε γενικότερα στην ευρωζώνη είναι ένα σταδιακό bank run. Αυτό πρέπει να το αναλογιστεί
κανείς ιδιαίτερα στις επόμενες εβδομάδες πριν από τις εκλογές.
Μπορεί να αντιμετωπιστεί (και πώς) μια μαζική φυγή
χρήματος;
Το βασικό θέμα είναι η παροχή έκτακτης ρευστότητας από
την Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία σκοπό έχει να αντικαταστήσει την απώλεια
χρηματοδότησης λόγω αθρόων αναλήψεων. Αυτή η ένεση ρευστότητας ανήλθε στα
περίπου 6 δισεκατομμύρια ευρώ μέσω του ELA, ενώ πρόσθετη
στήριξη δίνεται από την εισροή των 18 δισ. ευρώ της πρώτης φάσης της
ανακεφαλαιοποίησης από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας που αυτές τις
ημέρες περνούν (υπό μορφή εγγυήσεων, βέβαια, όπως έχουμε επισημάνει) στις τράπεζες.
Σε επίπεδο λιανικής οι τράπεζες προσπαθούν να συγκρατήσουν τις καταθέσεις με
αύξηση των επιτοκίων, που φτάνουν ακόμη και στο 7% για την ανανέωση τρίμηνης
προθεσμιακής κατάθεσης. Βέβαια,
με τον τρόπο αυτόν το κόστος χρήματος γίνεται δυσβάστακτο, πλην όμως, σε πολλές
περιπτώσεις είναι ο μόνος τρόπος για να αποφευχθούν χειρότερα. Παρ’ όλα αυτά τα
καταστήματα δέχονται διαρκώς τηλεφωνήματα πελατών που επιθυμούν τη μεταφορά των
χρημάτων τους σε τρίτες χώρες ή την αγορά γερμανικών ομολόγων που θεωρούνται
η υπ’ αριθμόν ένα ασφαλής επιλογή.
Μπορεί να στηριχτούν οι τράπεζες και να μην κλείσουν
από τις μαζικές αναλήψεις;
Ο καλύτερος τρόπος για να σκεφτούμε μια μαζική
τραπεζική φυγή είναι το μοντέλο του 1983 των Αμερικανών καθηγητών Douglas Diamond και Philip Dybvig, που καθόρισαν ότι
μαζικές αναλήψεις σε μια τράπεζα είναι το ένα από τα πολλά λογικά αποτελέσματα
του τραπεζικού συμβολαίου καταθέσεων. Η τράπεζα δανείζει μακροπρόθεσμα.
Αντίθετα, οι αποταμιευτές μπορούν να κάνουν ανάληψη αμέσως. Αν μια ομάδα
καταθετών κάνει ανάληψη, κάποια τράπεζα συνήθως μπορεί να αντεπεξέλθει, αλλά,
αν οι αναλήψεις ξεπεράσουν ένα συγκεκριμένο επίπεδο, διαμορφώνεται η δυναμική
της μαζικής εξόδου από αυτήν. Ένα κράτος σε κανονικές συνθήκες διαθέτει
εργαλεία ώστε να διαχειριστεί αποδοτικά τον κίνδυνο, πριν και μετά: Μέσω
ταμείου εγγυήσεων και απαγορεύσεων σε τραπεζικές αναλήψεις και με διαδικασίες
έκτακτης ρευστότητας από την κεντρική τράπεζα. Όμως η ευρωζώνη δεν είναι
κράτος.
Τι συμβαίνει με την ΕΚΤ και την Ελλάδα σε ένα σενάριο
«τραπεζικής εξόδου»;
Το συμβούλιο της ΕΚΤ έχει εγκρίνει (έμμεσα) τη χρήση
της εθνικής ΤτΕ για παροχή έκτακτης ρευστότητας σε βραχυπρόθεσμη βάση. Το κακό
είναι ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν εξαντλήσει τις εγγυήσεις της ΕΚΤ και
πλέον έχουν πρόσβαση μόνο στην έκτακτη ρευστότητα της Τράπεζας της Ελλάδος,
αλλά και στην περίπτωση αυτήν οι εγγυήσεις, συνήθως με τη μορφή δανείων, δεν
είναι απεριόριστες. Έχουν ήδη δανειστεί 60 δισ. ευρώ μέσω του μηχανισμού
ρευστότητας, τα οποία αντιστοιχούν σε 120 δισ. ευρώ εγγυήσεις, αν υποθέσουμε
ένα κούρεμα της τάξεως του 50%. Τα ανεξόφλητα δάνεια ανέρχονται σε 250 δισ.
ευρώ. Άρα οι ελληνικές τράπεζες μπορούν να αντλήσουν εγγυήσεις ώς 130 δισ.
ευρώ, κάτι που σημαίνει ότι το ανώτατο επιτρεπτό όριο ρευστότητας που μπορούν
πια να αντλήσουν από την Τράπεζα της Ελλάδος είναι τα 65 δισ. ευρώ. Αυτό
αντιστοιχεί περίπου στο 40% των ελληνικών τραπεζικών καταθέσεων, που ήταν 170
δισ. στο τέλος Μαρτίου και κοντά στα 160 δισ. σήμερα.
Εάν οι Έλληνες συνεχίσουν να σηκώνουν χρήματα, το
αποτέλεσμα μπορεί να είναι τραπεζικό κραχ ή και μια αναγκαστική «προσφυγή» σε
εθνικό νόμισμα;
Ο τρόπος με τον οποίο μπορεί να επιστρέψουμε σε εθνικό
νόμισμα είναι, όπως είπαμε και νωρίτερα, μόνο εκτός Ε.Ε. Διαδικαστικά τώρα, το
(πραγματικό) μέγιστο ποσό που οι ελληνικές τράπεζες μπορούν να δανειστούν μέσω
του μηχανισμού ρευστότητας είναι στην πραγματικότητα πολύ μικρότερο από τα 65
δισ. αφού δεν γίνονται όλα τα δάνεια αποδεκτά ως εγγυήσεις έναντι ρευστότητας
από την Τράπεζα της Ελλάδος.
Η εναλλακτική λύση είναι να επιτραπεί στις ελληνικές
τράπεζες να αυξήσουν τις κρατικές εγγυήσεις, αλλά η ΕΚΤ μπορεί, με πλειοψηφία
2/3, να εμποδίσει την απότομη και μη βιώσιμη αύξηση της παροχής ρευστότητας
μέσω της Τράπεζας της Ελλάδος. Αυτό ουσιαστικά θα απέκοπτε την Τράπεζα της
Ελλάδος από την ΕΚΤ και θα την ανάγκαζε να εκδώσει το δικό της νόμισμα.
Και κάτι τέτοιο μπορεί να σημάνει το τέλος του
ελληνικού ευρώ;
Οι υποχρεώσεις της Τράπεζας της Ελλάδος προς τις άλλες
κεντρικές τράπεζες της ευρωζώνης ανέρχονται περίπου στα 100 δισ. ευρώ. Αυτό
αποτελεί σημαντικό βάρος που θα επωμιστούν τα υπόλοιπα μέλη της ευρωζώνης. Η
απότομη αύξηση παροχής ρευστότητας θα αύξανε ακόμα και αυτό το ήδη μεγάλο ποσό,
που ουσιαστικά είναι η τιμή εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ. Αλλά, από ό,τι
φαίνεται, θα είναι και ο αποφασιστικός παράγοντας που θα κρίνει τις εξελίξεις.
Πώς μπορεί να εξασφαλιστεί το ευρωπαϊκό τραπεζικό
σύστημα από μια «έξοδο» καταθέσεων;
Εκροές υπάρχουν και σε άλλες χώρες, όχι μόνο στην
Ελλάδα. Το παράδειγμα της Ισπανίας με την Bankia
είναι απολύτως ξεκάθαρο. Η μόνη στρατηγική που μπορεί αξιόπιστα να
αντιμετωπίσει τον κίνδυνο αυτόνομης τραπεζικής εξόδου θα ήταν ένα ταμείο
εγγυήσεων όλης της ευρωζώ-νης κι ένα καθεστώς εκκαθάρισης τραπεζών σε ευρωπαϊκό
επίπεδο. Με άλλα λόγια, οι τράπεζες, όλες, θα πρέπει να βγουν από τον έλεγχο
της χώρας τους. Ένα τέτοιο σχέδιο, βέβαια, δεν θα έλυνε όλα τα προβλήματα της
ευρωζώνης. Απλώς θα σταματούσε τις δυνάμεις που θέλουν να την καταστρέψουν.
Ποιοι είναι αυτοί που μπορεί να επιδιώκουν την κατάρρευση
του ελληνικού τραπεζικού συστήματος και την έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ;
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πίσω από τα οργανωμένα
δημοσιεύματα, τη δημιουργία «κλίματος» και τις πιέσεις κρύβονται οι δυνάμεις
που επιδιώκουν να αγοράσουν την επόμενη ημέρα της Ελλάδας αντί πινακίου φακής.
Τα δημοσιεύματα μεγάλωνμιντιακών οργανισμών, που προεξοφλούν την έξοδο της
χώρας από ευρώ και Ε.Ε. αλλά και τη δημιουργία κλίματος πανικού στους καταθέτες
αποσκοπούν ακριβώς σε αυτό: στην κατάρρευσης της Ελλάδας, ώστε να αγοραστεί όσο
φθηνότερα γίνεται. Στην προσπάθεια αυτήν, ο μοχλός της τραπεζικής εξόδου είναι
το τελευταίο όπλο. Ακόμη και το ενδεχόμενο… δήμευσης των καταθέσεων, εάν έρθει
ο ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, «έπαιξε» στην προσπάθεια να καλλιεργηθεί «κλίμα»
ανασφάλειας, ενώ στην πραγματικότητα ο σχηματισμός μίλησε (άστοχα, είναι η
αλήθεια, με τη συγκεκριμένη διατύπωση) για αξιοποίηση της καταθετικής βάσης με
στόχο την ανάπτυξη… Στα ξένα κοράκια θα πρέπει βέβαια να προστεθούν και
ορισμένα εγχώρια συμφέροντα - αρπακτικά, που, έχοντας ήδη μεταφέρει το ρευστό
τους στο εξωτερικό και διατηρώντας το με ελάχιστο κόστος, βλέπουν με γλυκό μάτι
μια επιστροφή στη δραχμή, για να αγοράσουν και αυτοί φθηνά τους κόπους των
συμπατριωτών τους.
Πόσο σίγουρη μπορεί να είναι μια ελληνική τράπεζα για
έναν καταθέτη;
Το ελληνικό Δημόσιο εξακολουθεί να διατηρεί την
εγγύηση της κυβέρνησης Καραμανλή για ποσό έως 100.000 ευρώ, ανά πρόσωπο, ανά
τράπεζα. Εφόσον η τράπεζα διατηρείται σε εμπορική λειτουργία, το όριο είναι
αυτό. Αυτό που δεν έχει εξηγηθεί επαρκώς είναι εάν σε περίπτωση κρατικοποίησης
της τράπεζας η εγγύηση θα είναι σε ρευστό ή σε εγγυήσεις, δηλαδή σε ομόλογα,
και ποια μπορεί να είναι η σχέση ρευστού προς ομόλογα σε συνάρτηση με τον
χρόνο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου